Thursday, December 11, 2008

Κωνσταντίνος Ρωμανός, Καθηγητής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου




Ο Κωνσταντίνος Π. Ρωμανός γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε, με υποτροφία Fulbright στις ΗΠΑ και με υποτροφία DAAD στη Γερμανία, Φιλοσοφία και Επιστήμες του Ανθρώπου, υπό τους καθηγητές Hans-Georg Gadamer, Ernst Tugendhat και Georg Picht. Παρακολούθησε επίσης παραδόσεις του καθηγητή V. Jankelevitch στη Σορβόνη. Είναι διδάκτωρ της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης. Δίδαξε σε αμερικανικά πανεπιστήμια και στο γερμανικό Πανεπιστήμιο του Kassel, ενώ σήμερα διδάσκει ως αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Γράφει στην ελληνική, την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα.

Εργογραφία


Ρωμανός, Κωνσταντίνος Π. :
Απολιθωμένη ζωή εκδ. Ελληνικά Γράμματα
Ο Εγκέφαλος και ο νους του εκδ. Τυπωθήτω
Οικείωσις εκδ. Τυπωθήτω
Ελληνιστικό Ισλάμ εκδ. Αλεξάνδρεια
Υπόθεση Φαλμεράιερ εκδ. Κάκτος
Πέρι της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων
μετ .Κ. Ρωμανός εκδ. Νεφέλη

Αναδημοσίευση από το Παρόν της Κυριακής
Ο Ελληνικός Ανθελληνισμός

Από την αρχή ο ανθελληνισμός ήταν η άλλη πλευρά του νομίσματος του φιλελληνισμού. Ο φιλελληνισμός ήταν έρωτας του ιδανιστικού Ελληνισμού, έρωτας του ελληνικού πολιτισμού όπως αυτό εκφραζόταν στη γλυπτική, την αρχιτεκτονική, την επιστήμη, τα έργα των προγόνων.
Ανθελληνισμός ήταν η στάση απογοήτευσης του φιλέλληνα που προέκυπτε από την επαφή του τελευταίου με τους συγχρόνους του υπαρκτούς Έλληνες, δηλαδή τους ανθρώπους της καθημερινότητας, τους ανθρώπους όπως εσύ κι εγώ, με όλα τα πάθη και τις μικρότητες. Η ανώμαλη προσγείωση από το ιδανικό στο πραγματικό είναι μια κίνηση που στην πολιτική ψυχολογία εξηγεί την έκπτωση του έρωτα σε μίσος, του φιλελληνισμού σε ανθελληνισμό!

Ήδη οι Ρωμαίοι ήταν ταυτόχρονα εραστές της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς και εχθροί των Ελλήνων της εποχής τους, για τους οποίους επεφύλασσαν τις κατηγορίες του γραικυλισμού, της διπροσωπίας, της υποκριτικής δουλικότητας κ.λπ. Τον ίδιο διχασμό παρατηρούμε καθ’ όλον τον μεσαίωνα στη στάση τόσο των Φράγκων όσο και των Αράβων απέναντι στον Έλληνα. Κατά την ένδοξη ελληνική επανάσταση του 1821 οι φιλέλληνες Ευρωπαίοι που πολέμησαν κατά των Τούρκων δεν παρέλειψαν να δώσουν δείγματα της απογοήτευσής τους από τους έλληνες συμπολεμιστές τους, οι οποίοι όχι μόνο δεν φορούσαν πλέον χιτώνες αλλά διακρίνονταν από φθόνο, εριστικότητα, φιλαυτία, άγνοια και τόσες άλλες «ανθρώπινες, υπερβολικά ανθρώπινες!» (Νίτσε) κακίες.
Συνοπτικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το δίπολο φιλελληνισμός - ανθελληνισμός ισούται με έρωτα για τους απελθόντες και μίσος για τους ζώντες Έλληνες!
Οι Βαυαροί που κυβέρνησαν την Ελλάδα μετά τον θάνατο του Καποδίστρια ήσαν αναμφισβήτητα μεγάλοι εραστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ως εξ αυτού οργάνωσαν την ελληνική σχολική παιδεία κατά τα πρότυπα της γερμανικής φιλελληνικής παιδείας. Όμως έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία Έλληνες το γένος έλαβαν φιλελληνική παιδεία ως βάση της ιδίας εθνικής ταυτότητας! Οι Έλληνες έγιναν εφεξής «φιλέλληνες». Εμβολιάστηκαν δηλαδή με τη σχιζοειδή στάση της απόλυτης καταξίωσης, με την ταυτόχρονη απόλυτη απαξίωση του εαυτού του. Μια εγγενής αστάθεια του χαρακτήρα, μια ανεδαφική, κυκλοθυμική εκτίμηση των πραγμάτων έγινε εφεξής κεντρικό συστατικό της ελληνικής ψυχής.
Σε συλλογικό επίπεδο οι ιστορικές συγκυρίες προκαλούν την ανάδυση του ενός ή του άλλου πόλου στο προσκήνιο. Οι επιτυχίες γρήγορα επιφέρουν ναρκισσισμό, ενώ οι αποτυχίες καταθλιπτική αυτοαπαξίωση έως αυτομαστίγωση. Η ελληνική ψυχή φαίνεται να έχει χάσει κάθε μέτρο.
Δεν είναι μετά από αυτά απορίας άξιον ότι μετά τη ντροπή των Υμίων και το όνειδος της παράδοσης του ικέτη Οτσαλάν (και τα δύο έργα όχι βεβαίως του λαού, αλλά της σημιτικής ηγεσίας) η ελληνική αυτοεκτίμηση έκανε, με τη γνωστή απολυτότητα, βουτιά στο κενό. Όμως εκεί την περίμεναν αυτήν τη φορά -αλίμονο (!)- εχθροί αποφασισμένοι να εκμεταλλευτούν στο έπακρον την αδυναμία της, ώστε να μην μπορέσει πλέον (αυτή είναι η επιδίωξή τους) να ανακάμψει.
Οι εχθροί αυτοί, οι οποίοι γνωρίζουν καλά την ελληνική κυκλοθυμία, αλλά και το ελληνικό πείσμα απέναντι σε κάθε εξωτερική παρέμβαση, επόμενο ήταν να ζητήσουν και να βρουν ερείσματα για την υπονομευτική δράση τους στο εσωτερικό του απογοητευμένου έθνους. Τέτοια ερείσματα όντως βρήκαν: στα φιλόδοξα, άκρως ανταγωνιστικά καπετανάτα των ελληνικών πολιτικών κομμάτων, στη μεταπραττική ακαδημαϊκή διανόηση των πανεπιστημίων, στο πειρατικό κεφάλαιο των νεόκοπων εκατομμυριούχων των τηλεπικοινωνιών, των ΜΜΕ και των τραπεζών. Με αυτούς τους πολιορκητικούς κριούς εκπόρθησαν στο τέλος το ίδιο το κράτος, το οποίο, από εντεταλμένος προστάτης του έθνους ανεπαισθήτως μεταλλάχθηκε σε συνειδητό πλέον πολέμιο του έθνους και κατ’ επίτασιν του ιδίου του γένους των Ελλήνων. Οι ενορχηστρωμένες αυτές δράσεις των εχθρών του Ελληνισμού στο εσωτερικό του επί του παρόντος βιώνονταν ως μια ιδιαίτερα σφοδρή μορφή του κατά τα άλλα εγγενούς ανθελληνισμού των Ελλήνων, ως μία αρρώστια της βούλησης και του θυμικού, την οποία η συλλογική ψυχή αδυνατεί τόσο να κατανοήσει, όσο και να ανακάμψει από αυτήν.
Έτσι θα μπορούσε κανείς να πλησιάσει ένα πλήθος ακατανόητων κατ’ αρχήν φαινομένων του εξωκοινοβουλευτικού πολιτικού γίγνεσθαι, όπως την πλήρη απαξίωση του Ελληνισμού ως ουσίας και ως ονόματος στη συνείδηση των εμπνευστών γκραφίτι των Εξαρχείων του τύπου: «Κρεμάλα στους ελληνόψυχους!». Ή «Έλληνας είσαι και φαίνεσαι!». Ή (μέσα στο Πολυτεχνείο) «Σκοτώστε τους Έλληνες - τους Έλληνες που γεννάνε Έλληνες - τους Έλληνες!». Μπροστά στο ανθελληνικό μίσος των χιλίων και μίας αριστερίστικων ομάδων του «χώρου», η σκοπιανή αφίσα στην πρόσφατη διαδήλωση υπέρ της Μακεδονίας α λα Σκόπια «Fuck Greece», που είδαμε όλοι στην οθόνη της ΕΤ3, φαντάζει μάλλον συγκρατημένη.
Ή πάρτε τις περυσινές αφίσες του «χώρου» στην Πατησίων κατά της 28ης Οκτωβρίου: «Σταματήστε τις παρελάσεις διότι ενισχύουν τον πατριωτισμό!». Εδώ η λέξη «πατριωτισμός» είναι περίπου συνώνυμη του «φασισμός». Συγγενής εκδοχή είναι και η φράση «ξεφτίλες πατριώτες» στον τοίχο του Πολυτεχνείου. Την αποστροφή προς την έννοια πατρίδα εκφράζουν γκραφίτι του τύπου «καμία πατρίδα!», ενώ φράσεις του τύπου «πατρίδα μας είναι η Γη!» προσφέρουν τον πλανήτη ως -οικολογικής εμπνεύσεως- υποκατάστατο της απορριπτέας ελληνικής πατρίδας. Η δυσανεκτικότητα των αριστεριστών προς την ελληνική πατρίδα και την ίδια τη λέξη Έλληνας δεν επεκτείνεται παρά ταύτα σε άλλους λαούς και πατρίδες, εφόσον δεν αμφισβητούν ούτε τους Αλβανούς ούτε τους Κούρδους, τους Τούρκους, τους Ινδιάνους, τους Ιρακινούς, τους «Μακεδόνες» και το δικαίωμα όλων αυτών σε μία πατρίδα, γι’ αυτό και αγωνίζονται π.χ. υπέρ της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (όπως άλλωστε και ο «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου»). Μόνο στους Έλληνες που παραδόξως επιμένουν να αγαπούν την Ελλάδα επιφυλάσσει το φαντασιακό του τεχνηέντως ενισχυμένου ντόπιου ανθελληνισμού την κατηγορία του «ελληναρά» και «εθνικιστή».
Η απολυτότητα του μίσους για την ελληνικότητα (με όλες τις παραδόσεις, την ιστορία και τους θεσμούς που την εκφράζουν) πάει χέρι χέρι με την απεριόριστη λατρεία του «χώρου» για τους μετανάστες. «Είμαστε όλοι μετανάστες!» και «είμαστε όλοι Αλβανοί!» διηγούνται εδώ οι τοίχοι, τα φυλλάδια, τα αντιρατσιστικά φεστιβάλ. «Νομιμοποιήστε τους όλους!». «Όχι διακρίσεις ανάμεσα σε νόμιμους και παράνομους!». «Κάτω τα σύνορα, κάτω το έθνος, είμαστε όλοι πολίτες του κόσμου!» ουρλιάζουν με ένα στόμα οι τηλεκατευθυνόμενοι επαρχιώτες, «είμαστε παιδιά της φύσης!» επισημαίνουν οι νεοχίπηδες του ελληνικού 21ου αιώνα… Εθνικά προβλήματα δεν υπάρχουν, είναι αποκυήματα της φαντασίας των Ελληναράδων, δεν υπάρχει Τσαμουριά, Μακεδονία, Θράκη, Αιγαίο, Κύπρος, οι καλοί αυτοί άνθρωποι ζουν αλλού, σ’ ένα αερόπλοιο που αιωρείται ελεύθερα κάπου μεταξύ Καλιφόρνιας και Σαμπάλα. Δεν υπάρχουν γέροι έλληνες συνταξιούχοι που φυτοζωούν, σχολεία «διαπολιτισμικής» αμάθειας και εγκληματικότητας, ελληνικό προλεταριάτο που αντικαθίσταται από Ασιάτες με μηδενική ταξική συνείδηση, μαφίες ξένων εγκληματιών που τρομοκρατούν τις λαϊκές αστικές περιοχές. Δεν υπάρχουν ούτε ευρωπαϊκά κράτη τα οποία διακηρύσσουν τους κινδύνους του «πολυπολιτισμού» (Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία κ.λπ.), όχι, υπάρχει μόνο η θεσπέσια ελληνική -δηλαδή ανθελληνική- αποθρασυμένη από την αφειδώς παρεχόμενη ενθάρρυνση νεολαιίστικη πρωτοπορία.
Διότι περί νεολαίας πρόκειται, νεολαίας πληγωμένης από τις εθνικές ντροπές που συστηματικά απεργάζονται οι πράκτορες στα ανώτερα κλιμάκια του κράτους, νεολαίας πληγωμένης από μια πατρίδα για την οποία δεν μπορούν να είναι περήφανοι. Ούτε σε ό,τι αφορά στην κοινωνική δικαιοσύνη και στον πολιτισμό! Όμως αυτή η νεολαία περνάει πλειοψηφικά από το πανεπιστήμιο κι εκεί την περιμένουν αριβίστες διανοούμενοι της λάιτ Αριστεράς οι οποίοι ήδη επί Κλίντον στρατολογήθηκαν διεθνώς ως προπαγανδιστές της Νέας Εποχής της Παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της αχαλίνωτης κίνησης κεφαλαίων, προϊόντων και σκλάβων ανά τον πλανήτη. Εδώ λοιπόν, στο μεταλλαγμένο πρώην ελληνικό πανεπιστήμιο οι νεολαίοι μας μαθαίνουν τη σεχταριστική θεωρία της ιστορίας για την οποία το ελληνικό έθνος είναι «μύθος», οι αγωνιστές του ένδοξου ‘21 είναι κήρυκες του επάρατου πατριωτισμού, η αρχαία Ελλάδα ασήμαντος, ετερόφωτος πολιτισμός, η συνέχεια του ελληνικού γένους ανύπαρκτη, η απελευθέρωση του λίκνου του Ελληνισμού από τον Τούρκο αιμοσταγής κατάκτηση και πάει λέγοντας. Μαθαίνουν επίσης ότι η δημοκρατία δεν είναι κατάκτηση του επαναστατημένου έθνους, αλλά υπόσχεση του μελλοντικού «πολιτικού πολυπολιτισμού», δηλαδή των υπεράριθμων εποίκων - λαθρομεταναστών στους οποίους θα αποδοθούν (ανεξαρτήτως αριθμών και προελεύσεως) από το ανθελληνικό κράτος πολιτικά δικαιώματα, προκειμένου να εκπαραθυρώσουν το εναπομείναν γένος των Ελλήνων από το ιστορικό του λίκνο. Τέλος, μαθαίνουν ότι όποιος αρνείται τις επιστημονικές αυτές αλήθειες που οι ανελλήνιστοι αυτόκλητοι διαφωτιστές των πανεπιστημίων εισήγαγαν στην Ελλάδα από την αγγλοσαξωνική Εσπερία, δεν μπορεί να είναι άλλο από πρωτόγονος εθνικιστής και ρατσιστής.
Οι νεολαίοι μας αυτοί λοιπόν εξέρχονται μαζικά από τα πανεπιστήμια με τα πληθωριστικά δωρεάν πτυχία και τον «επιστημονικό» ανθελληνισμό στην τσέπη. Άπαξ και είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι, έχουν τον χρόνο, και βεβαίως τον ενθουσιασμό, να δοκιμάσουν τις νεοαποκτηθείσες ιδέες τους στην πράξη. Οργανώνονται λοιπόν πολιτικά σε ομάδες έτοιμες να τα βάλουν με την εξουσία, με το εθνικιστικό κράτος που αποδιώχνει τους μετανάστες και τη βίαιη αστυνομία του που ειδικεύεται στη σφαγή αθώων αναρχικών. Εξ ου και η εξάσκηση στη ρυθμική απαγγελία της ρίμας «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!» Όμως εδώ αρχίζουν οι απογοητεύσεις:
Ξαφνικά ένας κεντρικός εκπρόσωπος της κρατικής εξουσίας, ο υπουργός Εσωτερικών, ακούγεται να λέει προς τους μετανάστες «ευχαριστούμε που ήλθατε» και στη συνέχεια «θα τους νομιμοποιήσουμε όλους!». Πιο πριν ακούστηκε και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης να λέει κι αυτός στους λαθρομετανάστες «ευχαριστούμε που επιλέξατε την Ελλάδα», τονίζοντας σε άλλη ευκαιρία ότι δεν μπορούμε να στηριχθούμε στο έθνος και την ιστορία του, γιατί αυτό «δημιουργεί καθεστώτα αυταρχικά». Μαζί μ’ αυτά οι νεολαίοι μας βλέπουν το υπουργείο νέας γενιάς να τυπώνει φυλλάδια κατά των ρατσιστών (του ελληνικού λαού), βλέπουν τα ΜΜΕ να τιτλοφορούν την Ελλάδα του 2007 «χώρα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας», ακούν τον υφυπουργό Εσωτερικών να λέει μέσα στη Βουλή ότι η Ελλάδα θα γίνει πολυπολιτισμικό κράτος, ανακαλύπτουν ότι το υπουργείο Παιδείας λανσάρει στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση εκατοντάδες νέα ανθελληνικά και ταυτόχρονα αντιρατσιστικά βιβλία, βλέπουν την αστυνομία να παρακολουθεί -άπρακτη- τους κουκουλοφόρους να καίνε την ελληνική σημαία, την ελληνική σημαία να βεβηλώνεται και αντ’ αυτής την αλβανική να υψώνεται στο λεηλατημένο λύκειο Παγκρατίου. Βλέπουν λοιπόν οι νεολαίοι και ακούν το κράτος και καταλαβαίνουν ότι αυτό δεν είναι ίσως ο εχθρός που φαντάζονταν, ότι ο εχθρός είναι αλλού, ότι ο εχθρός είναι ο ίδιος ο ελληνικός λαός, ότι το Κολωνάκι είναι προοδευτικό, ενώ ο λαός είναι αντιδραστικός.
Στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην ιστορία των νεωτέρων χρόνων η προδοσία του ανθελληνισμού ξεπέρασε την πολιτική και έλαβε επιπροσθέτως πολιτιστική υπόσταση, η οποία μαζί με τη δημογραφική αλλαγή απειλούν τον ίδιο τον πυρήνα του έθνους και του γένους. Στις απειλές αυτές, έξωθεν ενορχηστρωμένες, δεν υπάρχει άλλη αντίσταση από το πνεύμα της ελευθερίας των Ελλήνων, το πνεύμα του Λεωνίδα, του Παλαιολόγου και του ένδοξου ‘21!

Tuesday, November 18, 2008

The mother's heart - Της Μάνας η καρδιά


Recados e Imagens - Flores - Orkut

Recados, Gifs e Imagens no Glimboo.com


A young man fell in love with a woman from a neighboring village. His love for her was genuine and he sought her hand in marriage. She, however, felt no such affection for him and exploited his feelings to her own advantage. She made it a game, ever demanding more and more proof of his love.

At last, she demanded the unthinkable. "If you really love me," she said, "I need to know there is no rival. Prove it to me. Take your mother's life and bring her heart to me as a trophy of my victory over your love for her." The young man was thoroughly confounded and grief-stricken. Unable to withstand his "loss" any longer, in a frenzied fit he killed his mother and took the heart out of her body. He ran as fast as he could to present this trophy to the girl he loved. But in the woods he stumbled and fell, and the heart tumbled out of his hand. As he feebly rose to his feet he frantically searched the undergrowth for her heart. Finally, he spotted it and picked it up and as he dusted off his knees he heard a voice coming from the heart saying, "Son, are you hurt? ...Son, are you hurt?"

Monday, November 17, 2008

Παντελής Θαλασσινός - Οι άγγελοι του Έρωτα


Στίχοι: Alice Tori
Μουσική: Γιάννης Νικολάου
Πρώτη εκτέλεση: Παντελής Θαλασσινός

Ένα παλικάρι ήτανε μια φορά,
που αγάπαγε με πάθος μια όμορφη κυρά.

Μια μέρα, όπως έπαιρνε τα λάγνα της φιλιά,
«ζήτα μου ο,τιδήποτε» τής λέει τρυφερά.

«Αν μ' αγαπάς» τού είπε, με νάζι και καημό,
«την καρδιά της μάνας σου εγώ επιθυμώ»

Έτσι λοιπόν ξεκίνησε, να πάει στο πατρικό του,
ποτέ του αυτός δεν πάτησε τον όρκο το δικό του.

«Δώσε μου μάνα την καρδιά, στα πόδια της ν' αφήσω»
«Αν είναι γιε μου για καλό, εγώ στηνε χαρίζω»

Κι έτσι της πήρε την καρδιά και χάθηκε στο δρόμο,
μα σε μια πέτρα σκόνταψε και δάκρυσε απ' τον πόνο.

Γυμνή η καρδιά του μίλησε προτου να ξεψυχήσει
«Χτύπησες μήπως γιόκα μου, ψηλό μου κυπαρίσσι;»

Με ματωμένα χέρια φτάνει στο σπιτικό της,
«να η καρδιά που γύρευες» και την αφήνει εμπρός της.

Μα αυτή καν δεν τον κοίταξε κι άρχισε να γελάει,
«μήπως θα 'ταν καλύτερο να μού τη φέρεις Μάη...»


Στίχοι: Alice Tori
Μουσική: Γιάννης Νικολάου
Πρώτη εκτέλεση: Παντελής Θαλασσινός
Από το CD "Άγγελοι του Έρωτα"

Jean Richepin - Mother's heart the original poem

η πρώτη αναφορά της ιστορίας γίνεται στη νουβέλα "La Glu" του Jean Richepin (1881). Σ' αυτήν ο συγγραφέας αναφέρεται σε ένα "πολύ παλιό γαλλικό τραγούδι" το οποίο στην νουβέλα τραγουδάει ο παλιός ναύτης Gillioury στον Marie-Pierre που ήταν αγενής απέναντι στη μητέρα του. Ακολουθεί το αυθεντικό κείμενο:


Yavait un' fois un pauv' gas,
Et lon lan laire, Et lon lan la,
Yavait un' fois un pauv' gas
Qu'aimait cell' qui n'l'aimait pas.

Ell' lui dit: Apport' moi d'main
Et lon lan laire, Et lon lan la,
Ell'lui dit: Apport moi d' main,
L'coeur de ta mer' pour mon chien.

Va chez sa mere et la tue
Et lon lan laire, Et lon lan la,
Va chez sa mere et la tue
Lui prit I'coeur et s'en courut

Comme il courait, il tomba,
Et lon lan laire, Et lon lan la,
Comme il courait, il tomba,
Et par terre l'coeur roula.

Et pendant que l'coeur roulait,
Et lon lan laire, Et lon lan la,
Et pendant que l' coeur roulait
Entendit l' coeur parlait.

Et l' coeur disait en pleurant,
Et lon lan laire, Et lon lan la,
Et l' coeur disait en pleurant:
T'es-tu fait mal, mon enfant?

Η καρδιά της μάνας Μεταφραστική προσέγγιση Ιωάννης Μποζίκης


Μια φορά κ’ έναν καιρό, ένας κακομοίρης και κατσούφης,
αγαπούσε μια κοπέλα, που τον είχε σήκω-κάτσε του χεριού της.

Και του λέει η κοπέλα μ’ ένα ψεύτικο φιλί:
- Την καρδιά της μάνας σου να φέρεις, να ταΐσω το σκυλί!!

Κι αυτός τρέχει προς τη μάνα, την σκοτώνει με ορμή,
την καρδιά της ξεριζώνει και αφήνει χάμω το κορμί.

Κι όπως τρέχει, μια πέτρα τον τινάζει, τον πετά
με της μάνας την καρδούλα, να κυλάει, να γρικά.

Κι απ’ το κύλα, κύλα, κύλα, η καρδιά όλο θρηνούσε
και την άκουγε ο νιος κι απ΄ τον φόβ’ ολοβογκούσε.

Και του λέει η καρδούλα μες στον πόνο και το κλάμα χαλασμού:
- Γιόκα μου επόνεσες; Είμ’ η μάνα σου, το απόσκεπο αγκαλιασμού!!!

Jean Richepin
(1849-1926)
Μεταφραστική προσέγγιση
Ιωάννης Μποζίκης

Η Καρδιά της Μάνας του Jean Richepin


Τραγούδι με μπουζούκι

Ένας λεβέντης μια φορά,
-- καί τραϊ λαλό
καί τραϊ λαλά,—
ένας λεβέντης μιά φορά
νάγάπαε μιά άπιστη κυρά.

Τού λέει: Για σύρε αύριο ταχιά
— καί τραϊ λα-λό
καί τραϊ λα λά—
τής μάννας σ' φέρε μ’τήν καρδιά
για νάν τή ρήξω στά σκυλιά!
Τρέχει στή μάννα. .. καί τή σφάει !
—καί τραϊ λα λό
καί τραϊ λα - λά –
τρέχει στη μάννα... καί τή σφάει !
της βγάνει τήν καρδιά... και πάει!
Τρέχοντας, πέφτει και χτυπάει:
— και τραϊ λα λό
και τραϊ λα-λά-
τρέχοντας πέφτει καί χτυπάει.....
Μαζί του κ' ή καρδιά κυλάει.
Και καθώς κύλαε, ώχ αλιά!
— καί τραϊ λαλό
και τραϊ λαλά ! —
και καθώς κύλαε, ωχ αλιά !
βγάζει ή καρδιά ψιλή λαλιά:
καί τούλεε κλαίοντας ή κάρδια:

— καί τραϊ λαλό
καί τραϊ λαλά!-_
καί τούλεε κλαίοντας ή κάρδια:

— Γιέ μου, μή χτύπησες βαρειά;

Ν. ΠΕΤΙΜΕΖΑΣ- ΛΑΥΡΑΣ

“Ο Νουμάς , τομ. 21. Αρ. 784 (1924)’’

Sarah Bernhardt to Jean Richepin


“… trample me under your storms …”Sarah Bernhardt (born Henriette Rosine Bernard; 1844—1923). French actress. Born in Paris, Sarah was the illegitimate child of mixed French-Dutch parentage of Jewish descent. She entered the Paris Conservatoire in 1859, winning fame in 1867 as
Zanetto in Copper's Le Passant and the Queen of Spain in Roy Blas. After 1876, she frequently appeared on stage in London, the United States, and Europe. In 1882, she married Jacques Damala, a Greek actor possessed of limited talent and an over¬sized ego, from whom she later separated. Among her lovers were the Belgian Prince de Ligne (by whom she had her only child, Maurice), the artist Gustave Dore, numerous actors, and the picaresque French poet, dramatist, and novelist Jean Richepin(1849—1926). This turbulent and torturous affair began shortly after her husband left to serve in the army in North Africa. A short time later, Jacques returned, bringing home gambling debts and a new mistress. Sarah took him back, threw Jean out, then threw Jacques out, and carried on in much the same dra¬matic manner as she performed on stage. However, as evinced in the fol¬lowing letter, there can be no doubt that she was deeply in love with Jean.

Sarah Bernhardt
My adulated one, my distracting master, I beg your pardon. Oh, do forgive me! Did I say so many bad and infamous things then that you had to write such angry words? I feel dizzy under the torrent of your anger; your phrases stab my heart and carve themselves into my being. I have read eight phrases of your letter and they were all struggling to be the first to arrive. I am tired of your continual scolding and I am still yours more than ever—the blame is yours; I cannot be distant from you . . .
Come back! I implore you, come back—tomorrow I will write you an official letter telling you to come back quick, quick! See, Jean, truly I cannot help it. I adore you; I am all yours because it had to be, because that's how I feel for you. My letter could reach you only now because you were not free. It is not my fault—I wrote one ten days ago saying that I love you as I do today; I swear I am incapable of betraying you. Yes, I know too well that I like being a traitor, that I am made of bad thoughts and treason—I am everything it pleases you to call me. I have been all these things; the superiority I felt over all those around me created my perversity; but that is all dead, nothing exists anymore. You came—you breathed your pow¬erful breath over me and other people, my hesitations, and my whys and wherefores all crumbled. I drank on your lips the truth of love and I trembled in your arms, feeling the real, mad sensation of bodily rapture, and I saw in your eyes the absolute superiority of your being. With the beauty of a new flower I gave myself completely for I brought you a being that belonged only to you. I invented nothing about me, I felt it all afresh.
So you see, Jean, you must forgive my bad temper. As soon as you left, it overwhelmed me, leaving me no time for reflec¬tion. Still moist from your arms, perfumed by your being, it showed me the bed, the night, the awakening, the kiss, the lov¬ing.. . All right, all right! Let's not talk of my temper any more. I beg you to forgive me for all I may have asked you. With both my arms around your neck I ask you to forgive me—I'm sick of having shouted so loudly.
There, be kind; take me close to you, my Jean. Sing me some of your beautiful verses, bear me away in tender blue leaves, roll me over in dark clouds, trample me under your storms, break me in your rage, but love me well. My adored lover, love me in the name of love.
My claws are strong but they cannot leave a lasting mark in your heart if you run away from me. Tell me that it's all fin¬ished, that you'll destroy that stupid letter—but most of all tell
me that you know I'm faithful, that I can't betray you: it would be cowardly, infamous and stupidly foolish.
My letter was a cry of vengeance and you believed in it. Still, you must know it was only a scream of rage and real anguish. But don't you know, adored Master, that you are always near me, looking at me with your golden clarity; don't you know that my hand ceaselessly brushes against yours, that I find myself talking to you, offering my lips: this is the spell I'm suffering under. How can you suspect me of planning only for the moment, of stealing a parcel of what belongs to you?.. .You would notice such a theft, I'm sure, and I feel ashamed just thinking about it—quiet, calm yourself. From high above, very high, very high, where you shall be, pity my confused folly. I was hurt, I was wary—Everything you do must be and is right. I submit myself to your will and I subdue my pride: you shall punish me by refusing me your lips for a second . . .
Tell me that your faith in me revives, though all your hopes are ragged. Let us begin our flight again and even though you make me suffer too much I won't stop our mad race. I shall hurl myself down from above, my love, I shall nod to you and kill myself in the fall.
I kiss each of your hairs, gently I calm your adored body and my lips ask a hundred thousand pardons and beg that your lips be given back to me.

Sarah's on-again, off-again, relationship with Jacques was too much for Richepin to bear, and he finally warned the frivolous and drug-addicted actor that the world was dimply not big enough for the two of them. Jacques retreated, and Jean confidently claimed Sarah as his own. But the great actress belonged to no one, and she continued her affairs, thereby alienating Jean as a lover, but retaining him as a friend until her death, forty years later.

Σάρα Μπερνάρ προς Ζαν Ρισπέν (1833)


Λατρευτέ μου, αφέντη που με τρελαίνεις, σου ζητώ συγχώρεση. Ω, συγχωρά με! Είπα τότε τόσα άσχημα και αχρεία πράγματα, που έπρεπε να μου γράψεις τέτοια λόγια θυμού; Αισθάνομαι ζαλισμένη κάτω από τον χείμαρρο της οργής σου - οι φράσεις μαχαιρώνουν την καρδιά μου και χαρακώνονται στο είναι μου. Έχω διαβάσει οκτώ φράσεις από την επιστολή σου και όλες κάνουν έντονο αγώνα να φτάσουν πρώτες. Με έχει κουράσει η αδιάκοπη επίκριση σου και εξακολουθώ να είμαι δική σου περισσότερο παρά ποτέ -το φταίξιμο είναι δικό σου- δεν μπορώ να βρίσκομαι μακριά σου.

Έλα πίσω! Σε εκλιπαρώ, έλα πίσω - αύριο θα σου γράψω ένα επίσημο γράμμα, λέγοντάς σου να γυρίσεις πίσω γρήγορα, γρήγορα! Βλέπεις, Ζαν, πράγματι δεν μπορώ να το αποφύγω. Σε λατρεύω - είμαι ολότελα δική σου, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει, γιατί έτσι νιώθω για σένα. Το γράμμα μου δεν μπορούσε να φτάσει σε σένα παρά μόνο τώρα, γιατί δεν ήσουν ελεύθερος. Δεν φταίω εγώ - σου έγραψα ένα [γράμμα] πριν από δέκα μέρες που έλεγε ότι σε αγαπώ όπως σε αγαπώ σήμερα - σου ορκίζομαι ότι είμαι ανίκανη να σε προδώσω. Ναι, γνωρίζω πολύ καλά ότι μου αρέσει να είμαι προδότρια, είμαι φτιαγμένη από κακές σκέψεις και ατιμία - είμαι οτιδήποτε σου αρέσει να με αποκαλείς. Ήμουν όλα αυτά τα πράγματα -η υπεροχή που ένιωθα έναντι όλων όσοι με περιέβαλλαν, δημιούργησε τη δυστροπία μου - όμως, όλα αυτά είναι νεκρά, τίποτε δεν υπάρχει πια.Ήρθες εσύ - φύσηξες την ισχυρή σου ανάσα πάνω μου και οι άλλοι άνθρωποι, οι δισταγμοί μου, και τα πώς και τα γιατί, όλα θρυμματίστηκαν. Από τα χείλη σου ήπια την αλήθεια της αγάπης, και στην αγκαλιά σου ρίγησα, ένιωσα την αληθινή, τρελή αίσθηση της σωματικής έκστασης, και είδα στα μάτια σου την απόλυτη υπεροχή της ύπαρξής σου. Δόθηκα ολοκληρωτικά, διότι σου χάριζα ένα πλάσμα που ανήκε μονάχα σε σένα. Δεν επινόησα τίποτα σχετικά με μένα, τα ένιωσα όλα εκ νέου.
Συνεπώς βλέπεις, Ζαν, πρέπει να συγχωρήσεις τον άσχημο χαρακτήρα μου. Με κατέκλυσε μόλις έφυγες, χωρίς να μου αφήσει καθόλου χρόνο για περισυλλογή. Όταν ήμουν ακόμη νωπή από την αγκαλιά σου, μυρωμένη από την ύπαρξη σου, μου έδειξε το κρεβάτι, τη νύχτα, το ξύπνημα, το φιλί, τον έρωτα. Εντάξει, εντάξει! Ας μη μιλήσουμε πια για τον χαρακτήρα μου. Σε ικετεύω να με συγχωρήσεις για όλα όσα θα μπορούσα να σου ζητήσω. Με τα δύο μου μπράτσα γύρω από τον λαιμό, σου ζητώ να με συγχωρήσεις είμαι αηδιασμένη που φώναξα τόσο δυνατά. •
Έλα, δείξε καλοσύνη - πάρε με κοντά σου, Ζαν μου. Τραγούδησε μου μερικούς από τους όμορφους στίχους σου, πάρε με μακριά μέσα σε τρυφερά, γαλάζια φύλλα, κύλησε με μέσα σε σκοτεινά σύννεφα, καταπάτησε με κάτω από τις καταιγίδες σου, δάμασε με μέσα στην οργή σου, αλλά αγάπα με όμορφα. Λατρευτέ μου εραστή, αγάπα με στο όνομα του έρωτα.
Τα γαμψά μου νύχια είναι δυνατά, αλλά δεν μπορούν ν' αφήσουν ένα σημάδι διαρκείας στην καρδιά σου αν φεύγεις μακριά μου. Πες μου ότι όλα έχουν τελειώσει, ότι θα καταστρέψεις εκείνο το ηλίθιο γράμμα - αλλά περισσότερο απ' όλα, πες μου ότι αναγνωρίζεις πως είμαι πιστή, πως δεν μπορώ να σε προδώσω: θα ήταν δειλό, άτιμο και βλακωδώς ηλίθιο.
Η επιστολή μου ήταν μια κραυγή εκδίκησης και εσύ την πίστεψες. Εντούτοις, θα πρέπει να γνωρίζεις ότι ήταν μονάχα ένα ουρλιαχτό οργής και αληθινής οδύνης. Όμως, δεν γνωρίζεις, λατρευτέ Αφέντη, ότι είσαι πάντοτε κοντά μου, ότι με κοιτάζεις με τη χρυσή σου διαύγεια - δεν γνωρίζεις ότι το χέρι μου αδιάκοπα αγγίζει προσπερνώντας το δικό σου, ότι ανακαλύπτω τον εαυτό μου να σου μιλάει, προσφέροντάς σου τα χείλη μου: τούτα είναι τα μάγια κάτω από τα οποία υποφέρω. Πώς μπορείς να υποπτεύεσαι ότι σχεδιάζω μονάχα για τη στιγμή, ότι θα κλέψω ένα δέμα που σου ανήκει; θα παρατηρούσες μια τέτοια κλοπή, είμαι σίγουρη, και νιώθω ντροπή και μόνο που το σκέφτομαι - ήσυχα, ηρέμησε. Από ψηλά πάνω μου, από πολύ, πολύ ψηλά, όπου θα βρίσκεσαι, δείξε οίκτο για τη συγχυσμένη μου μωρία. Ήμουν πληγωμένη, ήμουν δύσπιστη. Ό,τι κάνεις πρέπει να είναι και είναι σωστό. Υποτάσσω τον εαυτό μου στη θέληση σου και υποτάσσω την περηφάνια μου: η τιμωρία μου θα είναι να μου αρνηθείς τα χείλη σου για ένα δευτερόλεπτο.
Βεβαίωσε με ότι αναβιώνει η πίστη σου σε μένα, ακόμη και αν οι ελπίδες σου είναι κουρελιασμένες. Ας αρχίσουμε την πτήση μας και πάλι, και παρότι με κάνει να υποφέρω υπερβολικά δεν θα σταματήσω τον τρελό μας αγώνα, θα εκσφενδονιστώ κάτω από ψηλά, αγάπη μου, θα σου γνέψω και θα σκοτωθώ στη διάρκεια της πτώσης.
Φιλώ μία μία τις τρίχες σου, ηρεμώ το λατρευτό σου κορμί και τα χείλη μου ζητούν εκατό χιλιάδες συγγνώμες και ικετεύουν να μου δοθούν πάλι τα χείλη σου.

Το Κείμενο είναι από το βιβλίο :
Τα σ ἀγαπώ που άντεξαν : Οι ερωτικές ιστορίες εξήντα τεσσάρων διασήμων ζευγαριών
Επιμέλεια: Σύσση Καπλάνη
Εκδόσεις: Άγκυρα

Μπερνάρ Σάρα (1844-1923)


Η Σάρα Μπερνάρ, που γεννήθηκε στο Παρίσι το 1844, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ. Ηθοποιός, συγγραφέας και θεατρική δραματουργός, κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά Καθολικοί, εκδήλωσε πολύ νέα μεγάλη κλίση προς τη θρησκευτική ζωή. Η μητέρα της, όμως, την έπεισε να σπουδάσει στο Ωδείο του Παρισιού, όπου διακρίθηκε αμέσως για τα εξαιρετικά της προσόντα. Πρωτοεμφανίστηκε το 1862 με την Ιφιγένεια του Ρακίνα, αλλά ο παρορμητικός και πεισματικός χαρακτήρας της την απομάκρυνε από τον οίκο του Μολιέρου. Έπαιξε στο Gymnase, στο Odeon και πάλι στην Comedie, όπου πολύ γρήγορα γνώρισε τη δόξα. Πήγε δυο φορές στο Λονδίνο, όπου σημείωσε επίσης λαμπρές επιτυχίες. Έδωσε παραστάσεις σε όλη την Ευρώπη, στη Ρωσία και στη Λατινική Αμερική. Η ζωή της ήταν ανήσυχη και περιπετειώδης. Το ένιωθε ότι είχε απεριόριστη δύναμη γοητείας και τη χρησιμοποιούσε μέχρι υπερβολής.
Η Σάρα Μπερνάρ ήταν ένα άτομο εκκεντρικό. Η μεγαλύτερη ντίβα του Παρισιού - η μεγαλύτερη ηθοποιός του καιρού της - με Βασική αντίπαλο την Ελεονόρα Ντούζε, στο Παρίσι.
Έκανε μια λαμπρή καριέρα στο θέατρο και είχε μια πολυτάραχη ερωτική ζωή.
Λέγεται ότι κοιμόταν σ' ένα φέρετρο, ότι αρεσκόταν να κουβαλάει στον ώμο της μια τεράστια σαύρα σαν αυτή να ήταν σκυλάκι, ότι λάτρευε τα ζώα και είχε πάμπολλα απ' αυτά στην έπαυλη της, όπως τεράστιους σκύλους και μαϊμούδες. Μέχρι και λιοντάρι είχε επιδιώξει ν' αποκτήσει (χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι τα κατάφερε) ενώ λέγεται, ότι κάποτε είχε φιλοξενήσει και έναν κροκόδειλο.
Πολλά μεσημέρια γευμάτιζε στο θέατρο της πάνω στη σκηνή υποχρεώνοντας τους τεχνικούς να της αλλάζουν το σκηνικό, τη μια σε μια καταπράσινη γαλλική εξοχή, την άλλη, στο εσωτερι¬κό ενός λαμπρού ανακτόρου.
Η γυναίκα αυτή, ήταν ολόκληρη ένας μύθος!
Σίγουρα, ήταν ένα άτομο ιδιαιτέρως δυναμικό. Η αγαπημένη της λέξη ήταν «ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ» και είχε βάλει να της το χαράξουν πάνω στον θρόνο που συνήθιζε να κάθεται.
Στο δραματολόγιο της έδινε εξέχουσα θέση σε έργα με δυνατές αποχρώσεις (ο Σαρντού έγραψε γι' αυτήν), ποτέ όμως δεν ξεχνούσε και τις προσφιλείς της ηρωίδες του Ρακίνα. Το 1899 αγόρασε και έδωσε το όνομα της σε ένα θέατρο, όπου έπαιξε πολλά δράματα, φροντίζοντας η ίδια και για τη σκηνοθεσία (Μάγδα, του Σούντερμαν, Λορεντζάτσο, του Μισέ, Η νεκρή πόλη, του Ντ' Ανούντσιο, Άγγελος και Λουκρητία Βοργία, του Ουγκώ, Εσθήρ και Αθαλία, του Ρακίνα).
Έπειτα από μια περιοδεία στην Ιταλία άρχισε στο Παρίσι μια ταινία (La Voyante), αλλά πέθανε πριν τελειώσει το γύρισμα.Ήταν ηθοποιός με δυνατό ταμπεραμέντο και ευφυΐα. Εκτός από μερικά μέτρια θεατρικά έργα, δημοσίευσε κριτικά άρθρα και έναν τόμο απομνημονευμάτων. Ερμήνευσε επίσης τον ανδρικό ρόλο στον Αετιδέα του Ροστάν και στον Άμλετ του Σαίξπηρ.
Η Σάρα Μπερνάρ ήταν σύζυγος του Ζακ Δαμαλά, την εποχή που είχε πλήθος εραστών. Ανάμεσα τους ήταν ο Βέλγος πρίγκιπας ντε Λινέ (από τον οποίο απέκτησε το μοναδικό της παιδί, τον Μόρες), ο ζωγράφος Γκούσταβ Ντόρε και πολυάριθμοι ηθοποιοί, καθώς και ο τυχοδιώκτης Γάλλος ποιητής, δραματουργός και συγγραφέας Ζαν Ρισπέν (1849-1926). Η σχέση της με τον Ζαν άρχισε μόλις ο σύζυγός της αποχώρησε για να υπηρετήσει στον στρατό, στη Βό¬ρεια Αφρική. Λίγο αργότερα ο Ζακ επέστρεψε, φέρνοντας μαζί του χρέη από τον τζόγο και μια νέα ερωμένη. Η Σάρα τον δέχτηκε, πέταξε έξω τον Ζαν, και συνέχισε τη ζωή της με τον ίδιο δραματικό τρόπο που την χαρακτήριζε και επί σκηνής.Όμως, το γράμμα που παραθέτουμε δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ήταν πολύ ερωτευμένη με τον Ζαν.

Monday, November 10, 2008

Jean Richepin (4 February 1849 - 12 December 1926)


French poet, novelist and dramatist, the son of an army doctor, was born at Medea (Algeria).
At school and at the École Normale Supérieure he gave evidence of brilliant, if somewhat undisciplined, powers, for which he found physical vent in different directions--first as a franc-tireur in the Franco-German War, and afterwards as actor, sailor and stevedore--and an intellectual outlet in the writing of poems, plays and novels which vividly reflected his erratic but unmistakable talent. A play, L'Étoile, written by him in collaboration with André Gill (1840-1885), was produced in 1873; but Richepin was virtually unknown until the publication, in 1876, of a volume of verse entitled Chanson des gueux, when his outspokenness resulted in his being imprisoned and fined for outrage aux mœurs.
The same quality characterized his succeeding volumes of verse: Les Caresses (1877), Les Blasphèmes (1884), La Mer (1886), Mes paradis (1894), La Bombarde (1899). His novels have developed in style from the morbidity and brutality of Les morts bizarres (1876), La Glu (1881) and Le Pavé (1883) to the more thoughtful psychology of Madame André (1878), Sophie Monnier (1884), Cisarine (1888), L'Aîné (1893), Grandes amoureuses (1896) and La Gibasse (1899), and the more simple portrayal of life in Miarka (1883), Les Braves Gens (1886), Truandailles (1890), La Miseloque (1892) and Flamboche (1895).
His plays, though occasionally marred by his characteristic proneness to violence of thought and language, constitute in many respects his best work. The most notable are:
• Nana Sahib (1883)
• Monsieur Scapin (1886)
• Le Flibustier (1888; the basis for an opera of the same name by César Cui)
• Par le glaive (1892)
• Vers la joie (1894)
• Le Chemineau (1897)
• Le Chien de garde (1898)
• Les Truands (1899)
• Don Quichotte (1905)
Most of these were produced at the Comédie française. He also wrote Miarka (1905), adapted from his novel, for the music of Alexandre Georges, and Le mage (1891) for the music of Jules Massenet. A friend of Emmanuel Chabrier, he helped the composer to correct and salvage the libretto of Le roi malgré lui, as well as providing the words for La Sulamite.
His son, Jacques was also a dramatist.

Ρισπέν, Ζαν (Richepin , Jean ) 1849 - 1926


Γάλλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος (Μεντεά, σημερινή Λεμντίγια, Αλγερία.
Στο έργο του περιέγραψε με τολμηρή γλώσσα τη ζωή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και συνέβαλε στην επαναστατική ανανέωση της ποιητικής έκφρασης.
Έζησε ζωή μποέμ και περιφρονούσε τις κοινωνικές συμβατικότητες.
Η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο Το Τραγούδι των Αθλίων (La chanson de gueux ,1876) θεωρήθηκε αθυρόστομη με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε ενός μηνός φυλάκιση. Άλλες ποιητικές του συλλογές είχαν τίτλους: Τα χάδια (Les carasses, 1877),Οι βλασφημίες (Les blasphemes ,1884), Η θάλασσα (La mer ,1886),Οι παράδεισοί μου (Mes paradies,1894).Στα μυθιστορήματά του με τίτλους, μεταξύ άλλων, Ο γλοιός (La glu, 1881),Μιάρκα η κοπέλα με την αρκούδα (Miarka, la fille Z l'ourse,1883), Η κλίκα (La clique ,1917) Αναδύεται η ασυμβίβαστη ,επαναστατική προσωπικότητά του.
Έγραψε επίσης τα θεατρικά έργα Ο πειρατής ( Le chemineau, 1897) και Νανά Σαχίμπ (Nana Sahib, 1883) στο οποίο έπαιξε ο ίδιος στο πλάϊ της Σάρας Μπερνάρ.Το 1908 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Thursday, August 28, 2008

Αρίσταρχος ο Σάμιος και η Ηλιοκεντρική του Θεωρία


Στατεράς Χρήστος
Διδάκτωρ Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Σχολικός Σύμβουλος Μαθηματικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης


Η Αστρονομία είναι μια από τις αρχαιότερες επιστήμες του κόσμου. Σε όλους τους λαούς που έφτασαν σε αξιόλογο βαθμό πολιτισμού και σε όλες τις εποχές, από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, η μελέτη των φυσι-κών φαινομένων ήταν ένας ισχυρότατος μοχλός για την καθαρή επιστημο-νική έρευνα. Ο άνθρωπος προσπαθεί να ανακαλύψει λογικές εξηγήσεις στα ουράνια φαινόμενα. Οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με την αναζήτηση αυ-τή, ήταν οι κάτοικοι της Σουμερίας και της Ακκαδίας κατά την 2η χιλιετη-ρίδα π.Χ.
Στον αρχαιότερο και—από πολλές απόψεις—υψηλότερο Αιγυπτιακό πο-λιτισμό, που άνθισε στις όχθες του Νείλου πολλούς αιώνες πριν από την ε-γκατάσταση των Βαβυλωνίων κατά μήκος του Τίγρη και του Ευφράτη , άδι-κα θα ψάξουμε στα κείμενα της Αστρονομίας. Το ίδιο ισχύει και για άλλους πολιτισμούς, που άνθισαν την ίδια εποχή.
Η Αστρονομία στη Βαβυλωνία, την εποχή του Χαμμουραμπί και των διαδόχων του, δεν έχει βέβαια άμεση σχέση με τη μεγάλη άνθηση που γνώ-ρισε μια χιλιετηρίδα αργότερα στο Νεοβαβυλωνιακό κράτος, όπου οι αστρονομικές παρατηρήσεις θεωρούνται από τα μεγαλύτερα επιστημονικά κατορθώματα του αρχαίου κόσμου. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί στον 5ο π.Χ. αιώνα για την Ελλάδα, δηλαδή στην περίοδο της ακμής της. Οι γνώ-σεις των εκπροσώπων του Νεοβαβυλωνιακού πολιτισμού βασίζονταν σε πο-λύ παλιότερα δεδομένα. Αυτές διείσδυσαν στην ελληνική σκέψη του 6ου και 5ου π. Χ. αιώνα κυρίως μέσω των φυσικών φιλοσόφων της Ιωνικής Σχολής, του Θαλή και του Αναξίμανδρου, αλλά και των Πυθαγορείων με κύριο εκ-πρόσωπό τους το Φιλόλαο, και –ως ένα βαθμό- συνέτειναν στην εξέλιξη τό-σο της φιλοσοφίας όσο και της επιστήμης στον ελλαδικό χώρο.
Βέβαια, όλοι τούτοι θεωρούσαν πως η Γη είναι το κέντρο του Σύμπαντος, της έδιναν σχήμα κυλινδρικό (Αναξίμανδρος) ή σφαιρικό (Θαλής) και προ-σπαθούσαν να δώσουν αναλογίες ανάμεσα στην περίμετρό της και αυτήν της 100 Δ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
Σελήνης ή του Ήλιου. Ωστόσο, η κυρίαρχη ανατροπή σ’ αυτές τις αντιλήψεις έγινε με τη σκέψη του Αρίσταρχου: για πρώτη φορά ακούγεται επίμονα πως το κέντρο του Σύμπαντος είναι ο Ήλιος και πως η Γη περιφέρεται γύρω από αυ-τόν. Η αλήθεια είναι πως έχουν περάσει πια τρεις αιώνες από τότε που ο Ανα-ξίμανδρος και ο Θαλής έκαναν τις πρώτες αυτές υποθέσεις, αυτό όμως δε μειώνει καθόλου την πρωτοπορία της διάνοιας του Αρίσταρχου.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως ο Αρίσταρχος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους φυσικούς φιλοσόφους της αρχαιότητας, ακόμα και αν αυ-τός ο θαυμασμός μας μπορεί να ελεγχθεί από το γεγονός ότι είναι ελάχιστες οι γνώσεις μας για την επίδραση που άσκησαν πάνω του άλλοι φιλόσοφοι - και ιδιαίτερα ο δάσκαλός του ο Στράτωνας ο Λαμψακινός - οι οποίοι θεω-ρητικά μπορεί να τον ενέπνευσαν στη θεωρία του αυτή. Άλλωστε νύξεις για το ηλιοκεντρικό σύστημα του πλανητικού μας κόσμου υπάρχουν ακόμα και στον Πλάτωνα, αλλά ο κύριος εισηγητής του στην αρχαιότητα υπήρξε ο Αρί-σταρχος. Μέχρι τον Κοπέρνικο δεν «ξανακούγεται» η θέση αυτή για τους γνωστούς λόγους της απαγορευτικής εκκλησιαστικής πολιτικής του χρι-στιανισμού. Μάλιστα ο σοβαρός Έλληνας αστρονόμος Αντωνιάδης ισχυ-ρίζεται πως σε ένα βαθμό ο Κοπέρνικος «έκλεψε» τον Αρίσταρχο και πως εμφάνισε ως δική του την καινοτομία αυτή.
Για να εντάξουμε όμως σοβαρά αυτήν την καινοτομία στο ιστορικό της πλαίσιο, οφείλουμε να επανέλθουμε στο τοπίο των προκατόχων του που πι-θανότατα επέδρασαν πάνω του, να δούμε δηλαδή το γνωστικό υπόβαθρο που τροφοδότησε τον Αρίσταρχο και τον οδήγησε σε εισπράξεις ή υπερβά-σεις των αστρονομικών υποθέσεων της εποχής του.
Η θεωρία ότι η Γη είναι σφαιρική ανάγεται πιθανότατα στο «Θία-σο» του Πυθαγόρα, που ήκμασε στη Νότια Ιταλία τον 6ο και 5ο π. Χ. αιώνα. Κατά την παράδοση, η ανακάλυψη αυτή ανήκει στον ίδιο τον Πυθαγόρα ή στον Παρμενίδη, στην έμμετρη κατάθεσή του στο «Πε-ρί φύσεως». Βέβαια και ο Πλάτωνας στο «Φαίδωνα» το αναφέρει με το στόμα του Σωκράτη.
Αλλά υπάρχουν ενδείξεις πως και ο Αναξίμανδρος υποστήριζε τη σφαιρικότητα της Γης. Κάποιοι αποδίδουν σ’ αυτόν τις διαπιστώσεις για τις ηλιακές και σεληνιακές εκλείψεις-αν και την πρώτη έκλειψη Ηλίου την έχουμε από το Θαλή το Μιλήσιο το 585 π.Χ. Άλλοι θεωρούν τον Εύδοξο ως πατέρα της υπόθεσης για τη σφαιρικότητα της Γης. Ο πρώτος όμως που θα το αποδείξει βασισμένος σε επιστημονικά επιχειρήματα εί-ναι ο Αριστοτέλης. Υπήρχαν βέβαια ενδείξεις ότι ο Ήλιος και η Σελήνη εμφανίζονται στον ουρανό σαν σφαιρικοί δίσκοι και ότι η σκιά, που «Αρίσταρχος ο Σάμιος» 101
σχηματίζεται από την προβολή της Γης πάνω στη Σελήνη κατά τις ε-κλείψεις εμφανίζεται πάντα ως τμήμα κύκλου. Αυτό οδήγησε τον Αρι-στοτέλη να προβάλλει ως αδιάσειστη την τοποθέτησή του ότι η Γη είναι σφαιρική, θεωρία που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.
Το επόμενο πρόβλημα βέβαια μετά τον προσδιορισμό του σχήματος της Γης, ήταν φυσικά η αναζήτηση των διαστάσεών της που λογικά στην αρχή λειτουργούν προσεγγιστικά και όχι με συγκεκριμένους ποσοτικούς προσδιορισμούς. Έτσι, το «Φαίδωνα» πάλι ακούμε το Σωκράτη να ισχυ-ρίζεται πως η γήινη σφαίρα είναι τόσο μεγάλη, ώστε η Μεσόγειος είναι μόνον ένα μικρό τμήμα της.
Σαφέστερος , αν και υπερβολικός, γίνεται ο Αριστοτέλης στον προσ-διορισμό των διαστάσεων της Γης. Ο Ερατοσθένης αργότερα, με τη μέτρη-ση του μήκους του μεσημβρινού τόξου ανάμεσα στην Αλεξάνδρεια και το Ασουάν, κατάφερε να προσεγγίσει με σχετική ακρίβεια της διαστάσεις της Γης. Οι μετρήσεις του μας έδωσαν 252.000 στάδια για το μήκος του ισημε-ρινού της Γης, που πλησιάζει τη σημερινή αποδεκτή τιμή των 40.120 χιλιο-μέτρων, αφού 9,45 στάδια ισοδυναμούσαν με 1 ρωμαϊκό μίλι.
Βέβαια πολλοί σύγχρονοί του διαφώνησαν μαζί του. Έτσι, ο Πο-σειδώνιος ο Απαμείας (1ος π.Χ.αιώνας) μετρώντας το τμήμα του με-σημβρινού μεταξύ Αλεξάνδρειας και Ρόδου μείωσε την τιμή σε 180.000 στάδια, τιμή με την οποία συμφώνησε και ο Πτολεμαίος (2ος π.Χ. αιώνας) και τη διέδωσε τόσο, ώστε ο Χριστόφορος Κολόμβος, με βάση την τιμή αυτή, το 1492, ξεκίνησε την περιπέτεια της περιή-γησής του πέρα από τον Ατλαντικό.
Ο προσδιορισμός των διαστάσεων της Γης έδωσε στους Έλληνες επιστήμονες το έναυσμα για την εξερεύνηση του διαστήματος με πρώτο τον Αλεξανδρινό αστρονόμο Αρίσταρχο το Σάμιο, μαθητή του Στράτωνα από τη Λάμψακο, που ήταν αρχηγός της Περιπατητικής Σχολής στην Αθήνα μεταξύ του 286 και του 268 π.Χ.
Ελάχιστα είναι τα βιογραφικά στοιχεία που έχουμε για τον Αρί-σταρχο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ίππαρχου, ως μόνη θετική ημε-ρομηνία που γνωρίζουμε για τη ζωή του, είναι το έτος 281 π.Χ. που έκανε παρατηρήσεις σχετικά με το χρόνο του θερινού ηλιοστασίου. Αργότερα, όπως μαθαίνομε από τον Πλούταρχο ο Αρίσταρχος κατη-γορήθηκε από τον Κλεάνθη που ήταν επικεφαλής της Σχολής των Στωικών - μεταξύ του 264 και του 232 π. Χ.- για ασέβεια, και του υποβλήθηκε μήνυση «επί αθεΐα» , επειδή «μετακίνησε την εστία του κόσμου, διατεινόμενος ότι οι απλανείς αστέρες και ο Ήλιος δεν περι-102 Δ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
στρέφονται , αλλά η Γη κινείται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική περι-φέρεια, ενώ συγχρόνως περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της και ο Ήλιος βρίσκεται στο κέντρο της τροχιάς».Η τύχη του δεν είναι γνω-στή εξαιτίας αυτής της επαναστατικής του θεωρίας για το Σύμπαν. Επίσης, η ίδια «κατηγορία» του αποδίδεται και από τον Αρχιμήδη στο σύγγραμμά του Ψαμμίτης, που είναι αφιερωμένο στο βασιλιά των Συ-ρακουσών Γέλωνα τον Β΄.
Αν ο Αρίσταρχος ήταν περίπου 20 χρονών, όταν παρατήρησε το θερινό ηλιοστάσιο το 281 π. Χ. θα πρέπει να είχε γεννηθεί περί το 510-300 π. Χ., και πέθανε - σύμφωνα με την έμμεση μαρτυρία του Αρχιμήδη - πριν από το 216 π. Χ. Επομένως, πρέπει ο Αρίσταρχος να έζησε τον 3ο π. Χ. αιώνα.
Από τα αυθεντικά συγγράμματα του Αρίσταρχου μόνο ένα δια-σώθηκε ολόκληρο, μια μικρή πραγματεία με τίτλο: «Περί μεγεθών και αποστάσεων Ηλίου και Σελήνης», που όμως στηρίζεται στο γε-ωκεντρικό σύστημα. Αυτό και μόνο το έργο θα ήταν αρκετό για να του χαρίσει την αθανασία. Ειδικό σύγγραμμα για το ηλιοκεντρικό σύστημα δεν διασώθηκε, αλλά πληροφορίες για τη θεωρία του έχουμε από πέντε συγγραφείς: Από τον σύγχρονό του Αρχιμήδη, από το Στο-βαίο, από τον ανώνυμο σχολιαστή του Αριστοτέλη, από τον Σέξτο τον Εμπειρικό και από τον Πλούταρχο. Ξεκινώντας από 6 «υποθέσεις», που πάνω τους στηρίζεται ολόκληρη η επιχειρηματολογία του συγ-γραφέα, η πραγματεία δίνει μια σειρά 18 γεωμετρικών «θεω-ρημάτων», που συνδυάζουν έξυπνη Γεωμετρία με ευχέρεια στους αριθμη-τικούς υπολογισμούς. Οι 6 αυτές «υποθέσεις» είναι:
Α. Η Σελήνη παίρνει το φως της από τον Ήλιο.
Β. Η Γη είναι, κατά σημείο και κατά κέντρο, σφαίρα όπου κινείται η Σελήνη.
Γ. Όταν έχουμε ημισέληνο(δηλαδή το πρώτο και το τελευταίο τέ-ταρτο), τότε ο μεγάλος κύκλος που χωρίζει το φωτεινό και το σκοτεινό της τμήμα βρίσκεται στο επίπεδο του ματιού μας. Δηλαδή, τα κέντρα του Ήλιου, της Σελήνης και της Γης δημιουργούν ορθογώνιο τρίγωνο με την ορθή γωνία να βρίσκεται στο κέντρο της Σελήνης.
Δ. Όταν έχουμε ημισέληνο, η (γωνιακή) απόσταση της Σελήνης από τον Ήλιο είναι μικρότερη από το τεταρτοκύκλιο κατά το 1/30 του (είναι δηλαδή 87°).
Ε. Το πλάτος της γήινης σκιάς (στην απόσταση που η Σελήνη περνά από τη σκιά της Γης κατά τις εκλείψεις) είναι διπλάσιο της διαμέτρου «Αρίσταρχος ο Σάμιος» 103
της Σελήνης.
ΣΤ. Η φαινόμενη διάμετρος της Σελήνης περιέχεται στον ουρανό μιας γωνίας ίσης προς το ένα δέκατο πέμπτο ενός ζωδιακού αστερι-σμού.
Οι υποθέσεις 1 και 3, αποδίδονται στον Αναξαγόρα ή το Θαλή. Η ου-σιαστική συμβολή του Αρίσταρχου βασίζεται στην 4η και στην 5η υπόθεσή του, αν και ο υπολογισμός της (γωνιακής) απόστασης της Σελήνης από τον Ήλιο είναι περίπου 89°.Στην 6η υπόθεσή του, επειδή υπάρχουν 12 ζωδιακοί αστερισμοί στο ζωδιακό κύκλο (που ο καθένας καταλαμβάνει το ένα δωδέ-κατο του κύκλου), κάθε αστερισμός θα πρέπει να καταλαμβάνει 30°, ώστε το ένα δέκατο πέμπτο του να μας δίνει την τιμή των 2° για τη φαινόμενη διάμετρο της Σελήνης. Σαφώς η τιμή αυτή βρίσκεται μακριά από την πραγ-ματική τιμή της 1/2°. Βέβαια, αν είναι ακριβής η πληροφορία του Αρχιμή-δη, ο Αρίσταρχος γνώριζε ότι οι φαινόμενες διάμετροι του Ήλιου και της Σελήνης αντιστοιχούσαν στο 1/720 του κύκλου, δηλαδή σε 1/2°. Με την προϋπόθεση ότι οι αντιγραφείς του κειμένου του Αρχιμήδη μας μεταφέρουν ασφαλώς την πληροφορία αυτή, φαίνεται πως ο Αρίσταρχος επανεκτίμησε το αρχικό μέγεθος των 2° αργότερα, πράγμα που δείχνει πως το έργο του «Περί μεγεθών και αποστάσεων Ηλίου και Σελήνης» γράφτηκε σε νεαρή ηλικία.
Από τις υποθέσεις του αυτές, ο Αρίσταρχος διατυπώνει τις 18 «θεωρή-ματα», από τα οποία τα σημαντικότερα είναι:
1) Εφ’ όσον ο Ήλιος, η Σελήνη και ο παρατηρητής σχηματίζουν ένα ορθογώνιο τρίγωνο, όταν η Σελήνη βρίσκεται στο πρώτο (ή στο τελευταίο) τέταρτο, (η τοποκεντρική) σχέση της απόστασης της Σελήνης Δσ προς την απόσταση του Ηλίου Δη, πρέπει να εκφράζεται με την εξίσωση:
ησΔΔ􃴠εφ87° = 19
Η σχέση των ακτίνων Rγ και Rη προς τη Γη και τον Ήλιο, δίνουν την εξί-σωση:
11192022311911919RRηησηγσΔ+Δ+==Δ+⋅+⋅Δ
Επομένως θα πρέπει ο Ήλιος να είναι 6 και 2/3 φορές μεγαλύτερος από τη Γη και η Σελήνη να είναι ίση με: = 104 Δ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
2012031957⋅=
δηλαδή, να είναι 0,35 φορές όσο η Γη (0,2728 είναι η τιμή σήμερα).
Ανεξάρτητα όμως με τους αριθμούς, οι δυνατότητες που ανοίγονται με τη θεωρία που αναπτύσσει ο Αρίσταρχος είναι πολύ μεγάλες και πραγματι-κά το έργο του αποτελεί την πρώτη προσπάθεια των ανθρώπων να πλησιά-σουν τον Ήλιο και τη Σελήνη.
Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την εποχή του Αρίσταρχου δεν υ-πήρχε η τριγωνομετρική προσέγγιση που ακολουθήσαμε εμείς στις εξισώ-σεις, αν και στους Έλληνες δεν ήταν άγνωστοι οι «ασύμμετροι αριθμοί», που όμως ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς στους αστρονομικούς τους υπολογισμούς. Η σκέψη του Αρίσταρχου βασίζεται σε ρητά κλάσμα-τα, και όλα τα συμπεράσματά του εκφράζονται με κλάσματα. Π. χ. η τιμή της σχέσης Κη/Κγ, η οποία περιέχει τη βασική τιμή Δη/Δσ = εφ 87° = 19,081, εκφράστηκε ότι βρίσκεται μεταξύ της τιμής των κλασμάτων 19/3 και 43/6.
Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως η μέθοδος αυτή εκφράζει ακριβώς το ελληνικό πνεύμα, που διακρινόταν περισσότερο για τις μαθηματικές ακρο-βασίες, παρά για εμπειρικές αστρονομικές παρατηρήσεις και δεν έχει κανέ-να νόημα βέβαια, πως η σύγχρονη επιστήμη έδωσε άλλες τιμές από αυτές του Αρίσταρχου.
Συγκεκριμένα, σήμερα δεχόμαστε πως η απόσταση του Ήλιου από τη Γη είναι 400 φορές μεγαλύτερη από την απόσταση της Σελήνης από τη Γη και όχι 19 φορές, και πως η ακτίνα του ηλιακού δίσκου είναι 109,2 φορές μεγαλύτερη από την ακτίνα της Γης και όχι 6 2/3 όπως ισχυρίστηκε ο Αρί-σταρχος. Το σημαντικό όμως είναι ότι ο Αρίσταρχος ισχυρίστηκε αδιάσει-στα πως ο Ήλιος είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από τη Γη και τη Σελήνη. Η κατανόηση αυτή αποτελεί ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στα 150 χρόνια από την εποχή που (κατά το τέλος της ζωής του Περικλή) ο Αναξαγόρας, εξορίστηκε από την Αθήνα με την κατηγορία της βλασφημίας, γιατί δίδασκε ότι ο Ήλιος είναι ένα πύρινο σώμα (βράχος) μεγαλύτερο σε έκταση από την Πελοπόννησο.
Σήμερα χρωστάμε ευγνωμοσύνη στον Πάπο, που τον 3 ο π.Χ. αιώνα συμπεριέλαβε και διέσωσε στη «Μικρή Αστρονομία» του – διάκριση απα-ραίτητη από την άλλη, τη «Μεγάλη Αστρονομία» του Πτολεμαίου - αυτό το σύγγραμμα του Αρίσταρχου, μαζί με εκείνα του Απολλώνιου, του Αρχι-μήδη και του Ευκλείδη, αφού, φυσικά, το πρωτότυπο έχει χαθεί. Το παλαιό-τερο χειρόγραφο αυτής της Αστρονομίας είναι γραμμένο τον 10 μ.Χ. αιώνα «Αρίσταρχος ο Σάμιος» 105
βρίσκεται σήμερα στη βιβλιοθήκη του Βατικανού. Εύλογο είναι πως μπο-ρούμε να έχουμε κάποιες αμφιβολίες σχετικά με πιθανές αλλοιώσεις στο αυθεντικό κείμενο του Αρίσταρχου τους 13 αιώνες. Βέβαια, οι επιφυλάξεις μας αίρονται, αν τοποθετήσουμε στο ιστορικό πλαίσιο τη διαδικασία αντι-γραφής του, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες της φοβερής εκείνης «σκοταδιστικής περιόδου» του Μεσαίωνα. Ίσως, το μοναδικό κέρ-δος που μας κληροδότησε ο συντηρητισμός και η εκκλησιαστική ιδεοληψία της εποχής εκείνης είναι τούτο: τουλάχιστον διασφάλιζαν με σχολαστική πιστότητα το περιεχόμενο των χειρογράφων οι αντιγραφείς τους, γιατί το ενδιαφέρον τους δεν εστιαζόταν – ευτυχώς – τόσο στο περιεχόμενο του κει-μένου, όσο στην ανάγκη για διατήρηση της μορφής του. Έτσι, μπορούμε να εμπιστευθούμε τα περισσότερα – έστω – κείμενα που διέσωσαν για την α-κρίβεια των λόγων τους.
Βέβαια, ακόμη μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη οφείλουμε στον Αρχιμήδη, σύγχρονου περίπου του Αρίσταρχου, που στην πραγματεία του «Ψαμμίτης» παραθέτει την ακόλουθη μαρτυρία:
«Συ (ο βασιλιάς Γέλων ο Β΄ τύραννος των Συρακουσών) γνωρίζεις ότι ο κόσμος είναι το όνομα που δίνουν οι περισσότεροι αστρονόμοι σε μία σφαίρα, που στο κέντρο της βρίσκεται η Γη και ότι η ακτίνα της σφαίρας αυτής είναι ίση προς την απόσταση μεταξύ του Ήλιου και της Γης. Αυτή εί-ναι η εξήγηση την οποία δίνουν οι αστρονόμοι. Αλλ’ ο Αρίσταρχος ο Σά-μιος έγραψε ένα βιβλίο, που περιέχει ορισμένες προτάσεις, από τις οποίες συμπεραίνεται ότι ο πραγματικός κόσμος είναι πολύ μεγαλύτερος. Πιστεύε-ται ότι οι απλανείς αστέρες και ο Ήλιος είναι ακίνητοι, ότι η Γη κινείται γύ-ρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά, που στο κέντρο της βρίσκεται ο Ήλιος. Ακόμη ότι η σφαίρα των απλανών αστέρων, που βρίσκεται στο ίδιο με τον Ήλιο κέντρο, είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο κύκλος γύρω από τον οποίο περι-στρέφεται η Γη απέχει από τους απλανείς αστέρες, όσο απέχει το κέντρο μιας σφαίρας από την επιφάνεια της... Ο Αρίσταρχος δηλαδή εννοεί το ε-ξής: αφού πιστεύουμε ότι η Γη είναι, ας πούμε, το κέντρο του κόσμου, η σχέση της Γης προς εκείνο που ονομάζουμε «κόσμο» είναι ίση προς τη σχέση της σφαίρας, που περιέχει τον κύκλο πάνω στον οποίο διατείνεται ότι περιστρέφεται η Γη, προς τη σφαίρα των απλανών αστέρων».
Σύμφωνα με αυτή την μαρτυρία, ο Αρίσταρχος πρότεινε ένα ηλιοκε-ντρικό σύστημα στο οποίο ο Ήλιος παραμένει ακίνητος στο κέντρο του κό-σμου, ενώ η Γη – που σύμφωνα με μια επιπρόσθετη πληροφορία του Πλού-ταρχου περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της - εκτελεί κυκλική περιφορά γύρω από αυτόν. Στο απόσπασμα δεν γίνεται λόγος για ηλιοκεντρικές τρο-χιές και των υπόλοιπων πλανητών, εκτός της Σελήνης, που περιφέρεται γύ-106 Δ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
ρω από τη Γη, όπως αποδεικνύουν οι μηνιαίες φάσεις της. Οι αστέρες είναι ακίνητοι, η κίνησή τους είναι μόνο φαινομενική .
Για τη Γη, ειδικότερα, διατυπώνει την υπόθεση για την ημερήσια περι-στροφή της γύρω από τον άξονά της και την ετήσια περιφορά της γύρω από τον Ήλιο. Υποθέτει, επίσης, πως η σχέση της Γης προς εκείνο που ονομά-ζουμε «κόσμο» είναι ίση προς τη σχέση σφαίρας, που περιέχει τον κύκλο πάνω στον οποίο διατείνεται ότι περιστρέφεται η Γη , προς τη σφαίρα των απλανών αστέρων. Ο Αρίσταρχος δηλαδή, αφού με την απλή αλλά ευφυέ-στατη γεωμετρική του μέθοδο συνήγαγε πως ο Ήλιος είναι πολλές φορές μεγαλύτερος της Γης, σκέφθηκε μετά πως θα ήταν παράλογο να θέσει τον τόσο μακρινό και μεγαλύτερο της Γης Ήλιο να στρέφεται γύρω από τη μι-κρότερή του Γη και δέχθηκε ακριβώς το αντίθετο. Και αν οι αστέρες δεν φαίνονται να κινούνται, ως όφειλαν, δηλαδή δεν παρουσιάζουν παράλλαξη, τούτο συμβαίνει γιατί η τροχιά της Γης σε σύγκριση προς τη σφαίρα τω α-στέρων είναι όπως το κέντρο σφαίρας προς την επιφάνειά της, δηλαδή ένα απλό σημείο.
Από τα παραπάνω φαίνεται επίσης ότι ο Αρίσταρχος πρότεινε το ηλιο-κεντρικό σύστημα ως μαθηματική υπόθεση. Αυτό προκύπτει από την επα-νειλημμένη χρήση του ρήματος «υποθέτει» στο συγκεκριμένο απόσπασμα του Αρχιμήδη , όσο και από την αναφορά του Πλούταρχου – τρεις αιώνες αργότερα – σύμφωνα με την οποία η ιδέα «της περιστροφής και της περι-φοράς» της Γης υποστηρίχθηκε από τον Αρίσταρχο και το Σέλευκο από τη Σελεύκεια (μέσα 2ου π.Χ. αιώνα). Ο πρώτος – ισχυρίζεται ο Πλούταρχος – την παρουσίασε ως υπόθεση, ενώ ο δεύτερος ως βεβαιότητα.
Βέβαια, και κάτω από αυτήν την οπτική ακόμα, δεν μειώνεται καθόλου ο θαυμασμός μας για την πρωτοτυπία και την αυθεντικότητα της σκέψης του Αρίσταρχου, αν και πρέπει να επισημανθεί πως δεν ήταν αυτός που πρώτος έθεσε το ζήτημα της περιστροφής της Γης. Η ίδια υπόθεση έγινε προηγουμένως από τον Ηρακλείδη τον Πόντιο, περίπου δύο γενεές προγε-νέστερο του Αρίσταρχου. Αυτός ισχυρίστηκε πως η Γη περιστρέφεται μό-νο γύρω από τον άξονά της, ενώ οι εσωτερικοί πλανήτες - ο Ερμής και η Αφροδίτη - περιστρέφονται γύρω από τον Ήλιο. Επίσης, ο Αυτόλυκος ο Πιτανεύς - σύγχρονος του Ευκλείδη - παρατήρησε πως με το πέρασμα του χρόνου μεταβαλλόταν το φαινομενικό μέγεθος της Σελήνης στον ουρανό, όπως και η φαινομενική λαμπρότητα των πλανητών. Ιδιαίτερα το τελευταίο είναι για μας δείκτης της μεταβλητότητας των αποστάσεων της Γης από τους πλανήτες, άρα καθοριστικός παράγοντας για την πραγματική εικόνα της σημερινής δομής του Σύμπαντος. Ο Αυτόλυκος, βέβαια, μόνο κατέθε-σε αυτές τις παρατηρήσεις. Για τον Αρίσταρχο οι αντίστροφες κινήσεις κά-«Αρίσταρχος ο Σάμιος» 107
ποιων εξωτερικών πλανητών - του Άρη, του Δία και του Κρόνου - ήταν αποτέλεσμα της μετακίνησης του σταθμού παρατήρησής μας στο διάστημα που, αντίστοιχα, έδινε ως αποτέλεσμα τη μεταβλητότητα της απόστασης μεταξύ αυτού του σταθμού και των πλανητών. Βέβαια, χωρίς να μπορούμε να το αποκλείσουμε, δεν έχουμε και καμιά σοβαρή ένδειξη πως ο ίδιος είχε συσχετίσει το φαινόμενο αυτό με τη διαφορετική λαμπρότητα των πλανη-τών στον ουρανό.
Το πιο εντυπωσιακό ίσως μήνυμα, όμως, σε σχέση με την προγενέστε-ρη Γνώση - αλλά και την πιθανή επίδραση αυτής της Γνώσης πάνω στον Αρίσταρχο - μας το δίνει η θόλος της Επιδαύρου -κυκλοτερές οίκημα από λευκό μάρμαρο, σύμφωνα με τον Παυσανία -όπου πρωταγωνιστούσε στο δάπεδο, στην τοιχογραφία και στην οροφή της ο Ήλιος με διαφορετικές εκ-φράσεις της πολυσχιδούς του δράσης. Το πρώτο πράγμα που θα αντίκριζε ο επισκέπτης, αν του επετρέπετο η είσοδος στο εσωτερικό του Μνημείου, ή-ταν αναμφίβολα η θαυμάσια τοιχογραφία του Παυσίου. Η λύρα μαζί με το τόξο του βέλους - τα τρία κυριότερα σύμβολα του Ήλιου - Απόλλωνα - συμβολοποιούν αλληγορικά τη σύνδεση του φυσικού σώματος του Ήλιου με την οντότητα του Απόλλωνα. Όμως, στα χέρια του Έρωτα και όχι του Απόλλωνα, η επτάχορδη λύρα εναρμόνιζε με «έρωτα» τις 7 τροχιές των πλανητών, που περιγράφονται στο δάπεδο του εσωτερικού της θόλου. Τα βέλη με το τόξο της τοιχογραφίας είναι η εκ-τόξευση (τόξο) των ακτινών (βέλη) του Ήλιου κατά την ημερήσια πορεία του, δηλαδή το καθημερινό η-λιακό τόξο στον ουράνιο θόλο. Δυστυχώς, η τοιχογραφία αυτή, όπως και η οροφή, δεν σώθηκαν. Τουλάχιστον, όμως, διεσώθη το δάπεδο και η εικόνα του βρίσκεται αναρτημένη σήμερα στο Μουσείο της Επιδαύρου. Το διακο-σμητικό αυτό σχέδιο δεν είναι μια καλλιτεχνική φαντασίωση, όπως πίστευ-αν μέχρι σήμερα. Είναι η ακριβής αναπαράσταση του Ηλιοκεντρικού Συ-στήματος. Σαράντα χρόνια πριν τη γέννηση του Αρίσταρχου, η θόλος είχε ήδη αποτυπώσει την πλήρη και λεπτομερή αναπαράσταση του Ηλιοκεντρι-κού συστήματος.
Όλη η Γνώση για την πορεία των ουρανίων σωμάτων σκιαγραφήθηκε στο δάπεδο της θόλου. Η καταχώρηση των ονομάτων πάνω στο σχέδιο της θόλου έγινε με βάση τους Ορφικούς ύμνους, όπου αναφέρεται η θέση της Σελήνης, της Γης και του Άρη. Η μελέτη του αστρονόμου Κωνσταντίνου Χασάπη σχετικά με το πλανητικό σύστημα και τους Ορφικούς Ύμνους δι-ευρύνει τους γνωστικούς μας ορίζοντες και συγχρόνως μας καταπλήσσει για την παλαιότητα των Ορφικών Γνώσεων.
Ωστόσο, είμαστε σίγουροι πως η μεθοδική και επίμονη ιδέα της περι-φοράς της Γης γύρω από τον Ήλιο ανήκει στον Αρίσταρχο και μόνο. Όπως, 108 Δ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
επίσης, η συνεισφορά του συνίσταται στο ότι τοποθέτησε τον Ήλιο στο κέ-ντρο όλου του συστήματος και προσπάθησε να την αποδείξει. Ο Πυθαγό-ρειος Φιλόλαος - στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα -απομάκρυνε τη Γη από το κέντρο του κόσμου και στη θέση της έβαλε την Εστία. Ο Αρίσταρχος είδε απόλυτα σωστά και ξεκάθαρα πως δεν είναι απλά η Γη «δευτεραγωνιστής» αλλά και πως ο «πρωταγωνιστής» είναι ο Ήλιος. Με την ουσιαστική ανα-θεώρηση της ερμηνείας του που αφορούσε στην κίνηση των πλανητών και των αστέρων, αλλά και την έμφαση που δίνει «στην αρχική κίνηση» κατά-φερε να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της γης προς το Σύμπαν. Έτσι, σύμ-φωνα με τη μαρτυρία του Αρχιμήδη, η σφαίρα των απλανών αστέρων είναι τόσο απέραντη, ώστε η απόσταση μεταξύ Γης και Ήλιου γίνεται μηδαμινή σε σχέση με την απεραντοσύνη αυτή. Τούτο εξηγεί ακριβώς και το ασήμα-ντο της ετήσιας παράλλαξης των αστέρων.
Αυτή η μεγαλοφυής θέση του Αρίσταρχου δεν βρήκε υποστηρικτές στην αρχαιότητα. Οι δυο μεγαλύτεροι αστρονόμοι του 3ου και 2ου π.Χ. αι-ώνα, ο Απολλώνιος και ο Ίππαρχος, την απέρριψαν, διατηρώντας το γεωκε-ντρικό δόγμα. Ο Αρχιμήδης δεν ανέλαβε καμιά επιδοκιμαστική δέσμευση για τη μαρτυρία που μας διέσωσε και περιορίζεται απλά στην καταγραφή της. Τέλος ο σπουδαίος Στωικός Κλεάνθης κατηγόρησε τον Αρίσταρχο για ασέβεια , αυτό , όμως, έχει να κάνει με τη διαφορά τους στο φιλοσοφικό και ηθικό στοχασμό και όχι με την επιστημονική εγκυρότητα της τοποθέτησης του Αρίσταρχου.
Από τους μεταγενέστερους μόνο ο Σέλευκος - όπως μαρτυρεί ο Πλού-ταρχος - υιοθέτησε την ηλιοκεντρική θεωρία, έναν αιώνα αργότερα. Βέβαια η άρνηση αυτή των συγχρόνων του μπορεί να εξηγηθεί από το ίδιο το ιστο-ρικοπολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής. Η «Αριστοτελική αυθεντί-α» δέσποζε στη Φυσική και δέσμευε απόλυτα την επιστημονική εξέλιξη με τη διδασκαλία της για τις φυσικές κινήσεις και τους φυσικούς τόπους. Άλ-λωστε, ο Αρίσταρχος «πατούσε» πάνω στα διδάγματα των Πυθαγορείων που δέχονταν - κυρίως για λόγους αρμονίας και τελικά «αισθητικής» - πως οι κινήσεις όλων των ουρανίων σωμάτων στον ουρανό είναι ομοιόμορφες και κυκλικές. Σήμερα, πιστεύουμε πως εξ αιτίας αυτών των εσφαλμένων εκτιμήσεων των Πυθαγορείων δεν έγινε εφικτό να αναπαρασταθούν με α-κρίβεια -έστω σχετική - οι κινήσεις των πλανητών στον ουρανό. Με βάση αυτό το σκεπτικό, ακόμα και αν ο Αρίσταρχος - ή κάποιος άλλος αστρονό-μος του καιρού του - είχε μετατρέψει τις ιδέες του για τον ηλιοκεντρισμό σε μια πλανητική θεωρία, θα κατέληγε πάλι σε αδιέξοδο. Ακόμα δηλαδή και αν αναγνώριζαν την γεωμετρικά απλούστερη δομή του ηλιοκεντρικού συ-στήματος, δεν θα μπορούσαν να εξηγήσουν καλύτερα με αυτό τις κινήσεις «Αρίσταρχος ο Σάμιος» 109
των πλανητών απ' ότι με το γεωκεντρικό σύστημα με τους υποθετικούς κύ-κλους και επικύκλους του. Άλλωστε, όλες αυτές οι παρατηρήσεις γίνονταν με «γυμνό οφθαλμό» και, βέβαια, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τα φαινό-μενα, αφού τα βάσιζαν σε εσφαλμένα δεδομένα.
Ένας άλλος λόγος που συντέλεσε στην άρνηση της θεωρίας του Αρί-σταρχου από τους σύγχρονους του ήταν πως δεν κατάφερνε να αντιμετωπί-σει τα αντεπιχειρήματα που στηρίζονταν στις απλές καθημερινές παρατη-ρήσεις και γι' αυτό φαίνονταν ακλόνητα. Για παράδειγμα, η ταχεία περι-στροφή της Γης γύρω από τον άξονα της συνδυαζόμενη με την κίνηση της γύρω από τον Ήλιο θα είχε εμφανή αποτελέσματα στην κίνηση των σωμά-των στον αέρα: ένα βέλος π.χ. θα διέγραφε μεγαλύτερη απόσταση, όταν ε-κτοξευόταν προς την ανατολή παρά προς τη δύση.
Τέλος, για τους περισσότερους Έλληνες η ιδέα ότι η Γη ήταν ακίνητη στο κέντρο του κόσμου δεν ήταν απλώς μια κοινή παραδοχή, αλλά και θρη-σκευτική πεποίθηση που αντανακλούσε την πίστη στον ιερό χαρακτήρα της Γης. Βέβαια, επειδή η αρχαία θρησκευτική αντίληψη δεν ήταν οργανωμένη σε αυστηρό ιερατείο που εξουσίαζε ιδεολογικά τους πολίτες, ο λόγος αυτός δεν θεωρείται πρωταρχικός. Ωστόσο, η μέση συνείδηση δεν το θεωρούσε και ευχάριστο να μετακινηθεί από τις αρχικές και γερά ριζωμένες παραδο-χές της, αφού την «ξεβόλευαν» μεταφυσικά.
Για όλους αυτούς τους λόγους η θεωρία του Αρίσταρχου δεν άσκησε ουσιαστικά καμιά επίδραση στην αρχαιότητα.
Μέχρι την εφεύρεση του τηλεσκοπίου, στα τέλη του 17ου αιώνα, ο τό-τε γνωστός κόσμος δεχόταν τις ίδιες αντιλήψεις που υπήρχαν στην εποχή του Αρίσταρχου για τις διαστάσεις της σφαίρας των απλανών αστέρων και του Σύμπαντος.
Τότε μόνο για πρώτη φορά καθορίστηκαν σε ορθολογιστική βάση οι πραγματικές διαστάσεις της Γης. Ως τότε, όμως, ότι φωτεινό γέννησε η αρ-χαία σοφία όχι μόνον δεν αξιοποιήθηκε, αλλά και βυθίστηκε στο σκοτάδι του θλιβερού Μεσαίωνα, μετά την πτώση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Βέβαια, στην περίοδο αυτή του Ευρωπαϊκού λήθαργου -ανάμεσα στον 8° και 12° μ.Χ. αιώνα - την «πολιτιστική δάδα» κρατά το Ισλάμ, που διέδωσε το δικό του πολιτισμό από τους Στύλους του Ηρακλέους μέχρι τον κόλπο της Βεγγάλης. Αυτό το Ισλαμικό στοιχείο ανέδειξε αληθινά σπουδαίους α-στρονόμους. Όμως, κανένας τους δεν ασχολήθηκε με θέματα κοσμολογίας, δηλαδή ούτε με το ηλιακό σύστημα, ούτε, γενικότερα, με το Σύμπαν, γιατί, οι Άραβες κυρίως, ακολούθησαν την αστρονομική παράδοση των ανατολι-κών λαών (Βαβυλωνίων και Χαλδαίων) και όχι των Ελλήνων.
Βέβαια, το έργο του Αρίσταρχου δεν έπεσε ολότελα στη λήθη κατά τον 110 Δ΄ Πανελλήνιο Συνέδριο με Διεθνή Συμμετοχή
Μεσαίωνα. Ήδη αναφέρθηκε η αντιγραφή του πρωτοτύπου του χειρογρά-φου του. Η πρώτη λατινική έκδοση του έργου του (του Georg Valla) κυ-κλοφόρησε το 1448, ενώ η πρώτη έκδοση του ελληνικού πρωτοτύπου το 1688.
Όταν κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα, ο Κοπέρνικος επανέφερε τη θεωρία του ηλιοκεντρισμού, γνώριζε τις απαρχές αυτής της θεωρίας από τον Αρίσταρχο, όπως μας πληροφορεί μία περικοπή από το σύγγραμμα του «De Revolutionibus Orbium Celestium» (περί των περιφορών ουρανίων σφαι-ρών). Αυτή η περικοπή - σκόπιμα; - δεν συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη έκδοση του έργου του (Νυρεμβέργη 1543), υπάρχει όμως στο πρωτότυπο χειρόγραφο του, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας.
Δεν θα μειώσουμε εδώ τη συμβολή του Κοπέρνικου στην Αστρονομική Γνώση. Του αναγνωρίζουμε πως εφάρμοσε τους γεωμετρικούς υπολογι-σμούς του γεωκεντρικού συστήματος του Πτολεμαίου στο ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου. Αλλά η όλη του προσπάθεια ακολούθησε λαν-θασμένη κατεύθυνση, γιατί η πραγματική δυσκολία ήταν αλλού. Ο Κοπέρ-νικος ακολούθησε την εσφαλμένη Πυθαγόρεια εκδοχή πως οι πλανήτες έ-πρεπε να κινούνται σε ομοιόμορφους κύκλους, χρησιμοποίησε 48 επικύ-κλους για να αναπαραστήσει τις πλανητικές θέσεις.
Η τελική αναίρεση της Πυθαγόρειας αντίληψης δόθηκε από τον Κέ-πλερ, την πρώτη δεκαετία του 17ου αιώνα, και έτσι το αστρονομικό μοντέ-λο του ηλιακού συστήματος επαναπροσδιορίστηκε σε βάση ορθή, αυτή που ξέρουμε σήμερα.
Όλη αυτή η πορεία, όμως, ώσπου να φτάσουμε εδώ, πήρε γύρω στα δύο χιλιάδες χρόνια. Και είναι ασέβεια και επιστημονική αχαριστία να μην τιμάμε τους προδρόμους της. Στην περίπτωση του Αρίσταρχου, ως Έλλη-νες, αλλά και ως παγκόσμιοι επιστήμονες, θεωρούμε πως διαπράχθηκε μια ακόμα ιστορική αδικία: αγνοείται ο θεμελιωτής και τιμάται ο «κλέπτης». Άλλωστε, η αντίληψη αυτή έχει ήδη περάσει -ευτυχώς - και σε κάποιους ξέ-νους σοβαρούς επιστήμονες που αναγνωρίζουν το άδικο της «πνευματικής ιδιοκτησίας» του Κοπέρνικου. Ο Ντουτένς, όχι μόνον συμφωνεί με τον δικό μας Αντωνιάδη, αλλά επιδοτεί με εμφανή αγανάκτηση:
«Μπορεί κανείς να εκπλήσσεται, γιατί το σύστημα τούτο, τόσο σαφώς διατυπωθέν από τον Αρίσταρχο, έλαβε την ονομασία ενός νεότερου φιλο-σόφου»
Τα λόγια αυτά - εκπροσωπώντας μια σύγχρονη ευρεία επιστημονική «Αρίσταρχος ο Σάμιος» 111
αντίληψη - είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής - έστω και ετεροχρονισμένος — για τον αδικαίωτο πατέρα του ηλιοκεντρισμού, τον δικό μας Αρίσταρχο τον Σάμιο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αραμπατζής Θ., Γαβρόγλου Κ, κ.λπ., «Ιστορία των Επιστημών και της Τεχνολογίας», Ο. Ε. Δ. Β., Αθήνα, 1999.
2. Gow,J., «A short History of Greek Mathematics»,Chelsea Publishing Company, N. York, 1968.
3. Farrigton,B., «Η Επιστήμη στην Αρχαία Ελλάδα», μτφ. Ν. Ραίση, Κάλ-βος, Αθήνα, 1989.
4. Ιfrah, P., «Παγκόσμια Ιστορία των Μαθηματικών», μτφ. Φοινικοπούλου – Κ. Παπαγεωργίου, Σμυρνιωτάκης Α.Ε., Αθήνα.
6. Loria,G., «Ιστορία των Μαθηματικών», μτφ. Κωβαίου, Αθήνα, Ελληνι-κή Μαθηματική Εταιρεία, 1971.
7. Πασσάς Ιωάννης, «Τα Ορφικά», Εκδόσεις Ήλιος, Αθήνα.
8. Struik, D., «Συνοπτική Ιστορία των Μαθηματικών», μτφ. Άννα Φερε-ντίνου – Νικολακοπούλου, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1982.
9. Heath Thomas, «Ιστορία των Ελληνικών Μαθηματικών», Τόμος ΙΙ, Κέ-ντρο Έρευνας Επιστήμης και Εκπαίδευσης, Αθήνα, 2001

Monday, July 28, 2008

Tsoukas Haridimos - Τσούκας Χαρίδημος


The George D. Mavros Research Professor of Organization and Management; Editor-in-Chief, Organization Studies

Professor of Organization Studies at Warwick Business School, University of Warwick, UK
B.Sc., Aristotle University of Thessaloniki, Greece, M.Sc., Cranfield Institute of Technology, UK; Ph.D., Manchester Business School, UK
Professor Tsoukas teaches courses in the areas of Organizational Behaviour and The Management of Change. He has taught at Manchester Business School (1988-1990), Warwick Business School (1990-1995), the University of Cyprus (1995-1998), University of Essex (1998-2000) and University of Strathclyde (2000-2003).
His research focuses on: the management of organizational change and the management of social reforms; organizational learning, interpretation, and knowledge management; social systems design, especially from a post-rationalist perspective; a critical appreciation of the social changes associated with the information society; and the relation between thinking and acting in organized contexts, approached from a hermeneutical and post-analytical philosophical perspective.
Professor Tsoukas' research has been published in several leading academic journals such as Academy of Management Review, Strategic Management Journal, Interfaces, Organization Studies, Journal of Management Studies, Organization, Journal of the Operation Research Society, Human Relations, etc. His paper (with Professor D.B. Papoulias), Understanding Social Reforms: A Conceptual Analysis has been awarded the President's Medal for 1996 by the Operational Research Society (UK). He is the author of Complex Knowledge, Studies in Organizational Epistemology, Oxford University Press, 2004; and of If Aristotle was a CEO, Kastaniotis (in Greek). He is the co-editor in the following books: Organizations as Knowledge Systems: Knowledge, Learning and Dynamic Capabilities, Managing the Future, The Oxford Handbook of Organization Theory, The Oxford Handbook of Organization Theory: Metatheoretical Perspectives, Guidelines for Reforming Government, New Thinking in Organisational Behaviour: From Social Engineering to Reflective Action, and The Organisation of the Modern Enterprise: Issues in Organisation Design (in Greek).
Professor Tsoukas is editor of the Management book series published by Kastaniotis, Athens. He is a member of the American Academy of Management and the European Group of Organization Studies.
Professor Tsoukas has been actively involved in executive education. He has coordinated and/or taught executive education courses for British Steel, Nestle, Reed-Elsevier, NHS, Macedonia Thrace Bank, AB Vassilopoulos, Kraft- Jacobs Hellas etc.
Ο Χαρίδημος Τσούκας είναι καθηγητής Οργανωσιακής Θεωρίας στο ALBA και στο Πανεπιστήμιο Warwick, και διευθυντής του διεθνούς ακαδημαϊκού περιοδικού Organization Studies



CONTACT DETAILS

Tel.: (+30) 210-896 4531-8
Fax.: (+30) 210-896 4737
E-mail: htsoukas@alba.edu.gr

Αν ο Αριστοτελης ηταν διευθύνων σύμβουλος του Χαρίδημου Κ. Τσούκα




Εισαγωγή

Είναι αλήθεια ότι ακούγεται κάπως παράξενα να διατυπώνεται το φανταστικό
ενδεχόμενο να ήταν ο Αριστοτέλης Διευθύνων Σύμβουλος (ΔΣ). Αυτό διότι, στην
εποχή του, όχι μόνον δεν υπήρχαν Διευθύνοντες Σύμβουλοι, αφού δεν υπήρχαν
επιχειρήσεις, με τη μορφή που τις γνωρίζουμε τους τελευταίους τρεις αιώνες, αλλά
και γιατί ο Αριστοτέλης θα αποστρεφόταν βαθιά την ιδέα ότι μπορεί να διοικεί μια
καπιταλιστική επιχείρηση [1]. Τούτο γιατί όχι μόνον εκτιμούσε ιδιαίτερα τον
«θεωρητικό βίο», αλλά και γιατί υποτιμούσε την κερδοσκοπική οικονομική
δραστηριότητα. Αν και από μια άποψη ήταν ο πρώτος οικονομολόγος, ο Αριστοτέλης
καταδίκαζε το κίνητρο του κέρδους και αποκαλούσε αυτούς που ασχολούνταν με το
εμπόριο και το δανεισμό «παράσιτα». Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο το κέρδος ήταν
μια μορφή κλοπής και το εμπόριο ένα είδος εκμετάλλευσης. Η απαξιωτική για το
εμπόριο άποψή του επηρέασε έντονα του χριστιανούς θεολόγους του μεσαίωνα,
ιδιαίτερα τον επιφανέστερο εξ αυτών, το Θωμά Ακινάτη, και τροφοδότησε την
ιστορική καχυποψία της Καθολικής Εκκλησίας έναντι του κέρδους και των
επιχειρήσεων. Ακόμα και γι αυτόν τον προάγγελο της νεωτερικότητας, το Λούθηρο, η
κερδοσκοπική επιχείρηση ήταν τουλάχιστον ύποπτη. Με ποια έννοια, λοιπόν, θα
μπορούσαμε να σκεφτούμε το ενδεχόμενο ο Αριστοτέλης να ήταν ΔΣ; Τι θα μας
πρόσφερε ένα τέτοιο πείραμα σκέψης;
Ας αποφύγουμε τον πειρασμό να δώσουμε μια αφηρημένη απάντηση στο ερώτημα
αυτό. Ας δοκιμάσουμε κάτι χειροπιαστό. Ένα εύκολο θέμα θα ήταν να συζητήσουμε
τα εταιρικά σκάνδαλα που ταλάνισαν τις ΗΠΑ και την Ευρώπη τα τελευταία τρία
χρόνια. Γνωρίζουμε τώρα πόση ζημιά μπορούν να κάνουν σε μια εταιρία, και τι
σοβαρές επιπτώσεις μπορούν να έχουν στη ζωή χιλιάδων ανθρώπων, οι αποφάσεις
διεφθαρμένων ανώτερων στελεχών επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα προέδρων και
διευθυνόντων συμβούλων. Σίγουρα δεν περιποιεί τιμή στην Αμερικανική βιομηχανία
να οδηγούνται με χειροπέδες στον εισαγγελέα μερικοί από τους μέχρι χθες
διακεκριμένους «βαρόνους» της, όπως ο Μπέρναρντ Εμπερς (πρώην πρόεδρος της
WorldCom), ο Τζέφ Σκίλινγκ (πρώην πρόεδρος της Enron), ο Ντένις Κοζλόφσκι
(πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της Tyco International), ή ο Τζών Ρήγας (πρώην
Διευθύνων Σύμβουλος της Adelphia Communications). Ακόμα και για μια χώρα που
μαστίζεται από συστηματική διαφθορά, όπως η Ιταλία, είναι σίγουρα ένα ισχυρό σοκ
να βλέπει κανείς τον Καλίστο Τάνζι, πρώην πρόεδρο της Parmalat, προβεβλημένο
βιομήχανο κι εκλεκτό του Βατικανού, να οδηγείται στη φυλακή.
Θα ήταν επίσης εύκολο να στηλιτεύσουμε τις γνωστές περιπτώσεις
“θεσμοποιημένης” διαπλοκής στις ΗΠΑ, όπως λ.χ. το ρόλο της διαβόητης Halliburton
(διευθύνων σύμβουλος της οποίας διετέλεσε ο νυν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ντικ
Τσένι) στις αναθέσεις έργων στο Ιράκ από το Αμερικανικό Πεντάγωνο, των εταιριών
που χρηματοδοτούν τα δύο μεγάλα κόμματα, και την ισχυρή επιρροή των
επιχειρήσεων στο πολιτικό σύστημα [2]. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να
2
συνειδητοποιήσει τις δυσμενείς οικονομικές, πολιτικές και ηθικές συνέπειες της
ελληνικής διαπλοκής, όπου επιχειρήσεις στήθηκαν και διέπρεψαν όχι τόσο χάρις στην
επιχειρηματική ευφυΐα, όσο στις ευνοιοκρατικές σχέσεις των ιδιοκτητών τους με το
κράτος. Τα ανωτέρω είναι «εύκολοι» στόχοι και δεν χρειάζεται να προσφύγει κανείς
στην Αριστοτελική σκέψη γα να τα κατανοήσει. Απαιτείται απλώς κοινή λογική και
ένα στοιχειώδες αίσθημα ευπρέπειας.
Ας πάρουμε όμως μια πιο «δύσκολη» περίπτωση, όπου δεν είναι προφανές τι είναι
ορθό. Το Νοέμβριο του 2002 δημοσιοποιήθηκε η επιθυμία του Ζαν-Πιερ Γκαρνιέ,
διευθύνοντος συμβούλου της GlaxoSmithKline (GSK), της δεύτερης σε μέγεθος
φαρμακευτικής εταιρίας στον κόσμο, να διπλασιάσει το συνολικό πακέτο των
αποδοχών του σε περίπου $20 εκατομμύρια δολάρια (βλ. Financial Times,
30/11/2002• Guardian 18/11/2002). Η επιτροπή αμοιβών της GSK υιοθέτησε το
αίτημα αυτό, το οποίο, ωστόσο, προκάλεσε τη δημόσια οργή των θεσμικών
επενδυτών και των μετόχων της εταιρίας και, τελικά, καταψηφίστηκε στη γενική
συνέλευση της GSK την άνοιξη του 2003.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι ο κ.Γκαρνιέ κακοπερνούσε με την τρέχουσα συνολική
αμοιβή των $10 περίπου εκατομμυρίων, ούτε ότι δεν αμειβόταν καλά σε σχέση με
άλλους ομολόγους του στη βιομηχανία - ήταν ο τρίτος κατά σειράν καλύτερα
αμειβόμενος Διευθύνων Σύμβουλος των εταιριών στη λίστα FTSE-100 (Guardian,
18/11/2002). Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι οι Αμερικανοί ομόλογοί του στη
φαρμακευτική βιομηχανία αμείβονταν αρκετά καλύτερα. Αυτό ήταν, άλλωστε, και το
επιχείρημα με το οποίο η GSK αιτιολόγησε την απόφασή της να εισηγηθεί το
διπλασιασμό των αποδοχών του κ.Γκαρνιέ: «η εταιρία δεσμεύεται να ευθυγραμμίσει
το σύστημα κινήτρων της με αυτό της υπόλοιπης φαρμακευτικής βιομηχανίας»
(Guardian, 27/11/2002).
Δύο πράγματα αξίζει να προσέξουμε στην υπόθεση Γκαρνιέ. Πρώτον η χρονική
στιγμή στην οποία επιχειρήθηκε η δραστική αναπροσαρμογή των αποδοχών του κ.
Γκαρνιέ δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Από το 2000, οπότε ο κ.Γκαρνιέ ανέλαβε τα
ηνία της νέας GSK, προϊόν συγχώνευσης της Glaxo Welcome με τη SmithKline
Beecham, η τιμή της μετοχής της εταιρίας μειώθηκε κατά 30% και η κερδοφορία της
κατά 25%. Ηταν κοινώς γνωστό ότι η συγχώνευση αντιμετώπιζε προβλήματα και το
ηθικό των εργαζομένων ήταν χαμηλό: ο επικεφαλής επιστήμονας της GSK εξέφρασε
επιφυλάξεις για το κατά πόσον η γιγάντωση της εταιρίας που επέφερε η συγχώνευση
θα ενίσχυε την ερευνητική της ικανότητα να επινοήσει νέα φάρμακα• τέσσερα από τα
12 ανώτερα στελέχη στα Τμήματα Ερευνας και Ανάπτυξης εγκατέλειψαν την εταιρία
από τότε που ανακοινώθηκε η συγχώνευση, ενώ αρκετοί επιστήμονες της GSK
πίστευαν ότι ο κ. Γκαρνιέ «έχει πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα» (Financial
Times, 30/11/2002).
Το δεύτερο αξιοπρόσεκτο σημείο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο κ.Γκαρνιέ είδε το
ρόλο του ως ηγέτη της GSK. Ο επιχειρηθείς διπλασιασμός των αμοιβών του
αιτιολογήθηκε με βάση τη συναλλακτική γλώσσα της αγοράς: δουλεύω σκληρά για
την εταιρία και απαιτώ η αμοιβή μου να εναρμονίζεται με αυτή της φαρμακευτικής
βιομηχανίας. Δεδομένου ότι η GSK είναι μια μεγάλη και επιτυχημένη εταιρία, και
δεδομένου ότι η αγορά υψηλόβαθμων στελεχών είναι πράγματι ανταγωνιστική και
παγκοσμιοποιημένη, είναι ευλογοφανές το επιχείρημα του εκπροσώπου της GSK, ότι
«η GSK στοχεύει να έχει εκείνες τις πολιτικές αμοιβών που θα τις επιτρέψουν να
3
προσλάβει, να κρατήσει και να υποκινήσει τα εξαιρετικά υψηλόβαθμα ταλέντα που
χρειάζεται» (Guardian, 18/11/2002). Πολύ απλά: αν θες τους καλύτερους στον κόσμο
τότε θα πρέπει τους πληρώσεις τιμές αγοράς. Λογικό δεν ακούγεται;
Είναι όμως τόσο απλό; Η συναλλακτική γλώσσα - η γλώσσα της αγοράς - είναι η
πλέον κατάλληλη για να κατανοήσει ένας επιχειρηματικός ηγέτης το ρόλο του; Τι
μήνυμα στέλνει ένας ηγέτης που με τόσο απροκάλυπτο τρόπο, και σε μια όχι
ιδιαίτερα καλή στιγμή για την εταιρία, προβάλλει και υπερασπίζεται το στενό
οικονομικό του συμφέρον; Προς Θεού δεν υπαινίσσομαι ότι η γλώσσα της αγοράς
είναι περιττή – στο κάτω-κάτω μια εταιρία η οποία δεν λαμβάνει την αγορά υπόψη
της δεν θα μακροημερεύσει. Η γλώσσα της αγοράς, όμως, δημιουργεί προβλήματα
όταν θεωρείται η κυρίαρχη γλώσσα με την οποία καλούμαστε να κατανοήσουμε το
πώς λειτουργεί μια επιχείρηση.
Οι επιχειρήσεις υποχρεωτικά κινούνται σε δύο πεδία συγχρόνως: του ανταγωνισμού
και της συνεργασίας. Για να ανταγωνιστούν επιτυχώς με άλλες επιχειρήσεις πρέπει να
αναπτύξουν τις σχέσεις συνεργασίας στο εσωτερικό τους: ως οργάνωση, η επιχείρηση
είναι πρωτίστως ένα σύστημα θεσμοποιημένης συνεργασίας το οποίο παράγει αξία
χάρις στη συνεργατική συμπεριφορά των μελών του. Η συνεργασία, βέβαια, δεν είναι
κάτι το αυτονόητο, ούτε δεδομένο: πρέπει διαρκώς να αναπτύσσεται, να
καλλιεργείται, και να εκλεπτύνεται. Αν και σε ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύστημα,
όπως η επιχείρηση, η τυπική συνεργασία σε ένα βαθμό επιβάλλεται, εν τούτοις η
αυθόρμητη (αυτο-υποκινούμενη) συνεργασία – η οποία, τελικά, αυτή είναι που
μετράει - πρέπει να αναδυθεί, να προκύψει από τα κάτω• δεν μπορεί να επιβληθεί από
τα πάνω.
Με άλλα λόγια, η επίτευξη της αυθόρμητης συνεργασίας είναι το πρώτιστο μέλημα
του ηγέτη και αυτό με τα σειρά του μας παραπέμπει στο ερώτημα: πως πρέπει να
συμπεριφέρεται ένας ηγέτης για να επιτύχει την αυθόρμητη συνεργασία των
εργαζομένων και την προσήλωσή τους στην επιχείρηση; Περαιτέρω: πως μπορεί ένας
ηγέτης να λαμβάνει καλές αποφάσεις; Τι είναι καλές αποφάσεις; Γιατί εργάζονται οι
άνθρωποι; Σε τι αποσκοπεί η επιχειρηματική δραστηριότητα; Σε μια δημοκρατική
κοινωνία, πως θα εξασφαλίσει η επιχείρηση την ενεργό αποδοχή της κοινής γνώμης
για το έργο της; Σε αυτά τα ερωτήματα ο Αριστοτέλης ίσως μπορεί να μας βοηθήσει.
Η ηθική του Αριστοτέλη
Οι αρετές
Ένα κύριο μέλημα του Αριστοτέλη είναι να διερευνήσει ένα αρχέγονο ερώτημα:
ποιος είναι ο άριστος βίος για τον άνθρωπο; Γιατί ζούμε; Το συμπέρασμα στο οποίο
καταλήγει είναι ότι το ύψιστο αγαθό είναι η «ευδαιμονία» [3]. Όπως όλα τα άλλα
είδη, ο άνθρωπος έχει μια συγκεκριμένη φύση, η οποία, σε αντίθεση όμως με τα άλλα
είδη, τον ωθεί προς έναν σκοπό (τέλος) – τον ενάρετο βίο. Η ευδαιμονία συνίσταται
στην ικανοποίηση εκείνων των επιθυμιών που είναι απαραίτητες προκειμένου ο
άνθρωπος να διάγει έναν ενάρετο βίο. Η ευδαιμονία «είναι ένα είδος ενέργειας της
ψυχής που γίνεται σύμφωνα με την αρετή» [4].
Οι αρετές είναι καταστάσεις της ψυχής, η απόκτηση των οποίων θα καταστήσει έναν
άνθρωπο ικανό να βιώσει την ευδαιμονία• αντιθέτως, η απουσία των αρετών θα
απομακρύνει τον άνθρωπο από την εγγενή κίνησή του προς το «τέλος» της
4
ευδαιμονίας. Η αρετή για τον Αριστοτέλη και τους αρχαίους Ελληνες είναι η
αναζήτηση της τελειότητας σε μια δραστηριότητα: «η αρετή του ανθρώπου θα πρέπει
να είναι η συνήθεια [έξις] με βάση την οποία γίνεται καλός ο άνθρωπος κι αποκτά τη
δυνατότητα να εκτελέσει αποδοτικά το έργο του» (1106α22-24).
Υπάρχουν δύο ειδών αρετές – διανοητικές και ηθικές. Οι πρώτες μας βοηθούν να
γνωρίσουμε την αλήθεια, ενώ οι δεύτερες μας βοηθούν να δρούμε σωστά σε
πρακτικές περιστάσεις. Η σημαντικότερη από τις διανοητικές αρετές είναι η
«φρόνησις» διότι, σε αντίθεση με τις άλλες διανοητικές αρετές (π.χ. επιστήμη, σοφία),
η φρόνηση ασχολείται με τα «ενδεχόμενα» (με πράγματα δηλαδή που υπόκεινται σε
μεταβολή), και αφορά στο πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε συγκεκριμένες
περιστάσεις. Η φρόνηση είναι η διανοητική αρετή δίχως την οποία καμία ηθική αρετή
δεν μπορεί να ασκηθεί.
Η αρετή συνίσταται στη μεσότητα μεταξύ δύο άκρων – της υπερβολής και της
έλλειψης. Για κάθε αρετή, δηλαδή, υπάρχουν δύο αντίστοιχα ελαττώματα.
Παραδείγματος χάριν, μετριοφροσύνη είναι η μεσότητα μεταξύ μικροπρέπειας και
αλαζονείας, το θάρρος η μεσότητα μεταξύ δειλίας και θράσους [5]. Τι, όμως,
θεωρείται κάθε φορά ως ελάττωμα δεν μπορεί να προσδιορισθεί εκ των προτέρων,
ανεξάρτητα από τις περιστάσεις. Λόγου χάριν, η ίδια πράξη, όπως π.χ. η απόσυρση
οπλικών συστημάτων από μια χώρα (π.χ. η περίπτωση της Κύπρου με τους S-300), ή
η αποφυγή της σύρραξης με αντίπαλη χώρα (π.χ. η περίπτωση της Ελληνο-Τουρκικής
διαμάχης στα Ιμια), μπορεί σε μια περίπτωση να είναι έκφραση δειλίας, σε μια άλλη
όμως να είναι πράξη θάρρους. Η κρίση, κατά συνέπεια, είναι ένα αναπόσπαστο
γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου, ενώ δεν συμβαίνει αυτό με τον άνθρωπο που
απλώς υπακούει το νόμο ή ακολουθεί κανόνες [6].
Μπορούμε να ορίσουμε κανόνες συμπεριφοράς σύμφωνα με τις ηθικές αρετές; Όχι
δεν μπορούμε, λέει ο Αριστοτέλης. Η ηθική συμπεριφορά δεν είναι ένα είδος ηθικού
ηλεκτρονικού υπολογιστή τον οποίο μπορούμε να τροφοδοτήσουμε με πληροφορίες
από τη μια μεριά προσδοκώντας οδηγίες συμπεριφοράς από την άλλη [7]. Αν
χρειαστούμε βοήθεια σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε, πρέπει να αναζητήσουμε
την κρίση ενός καλού ανθρώπου, με πείρα, διότι αυτός, πιθανότατα, θα έχει
διαμορφώσει καλή κρίση. Επειδή ακριβώς η ηθική συμπεριφορά δεν απαρτίζεται από
ένα σύνολο κανόνων, δεν ωφελεί να κάνει κανείς διαλέξεις περί ηθικής. Οι νέοι δεν
ωφελούνται με διαλέξεις αλλά με παραδειγματικές πράξεις. Η γνώση περί ηθικής
είναι επωφελής μόνο γι αυτούς που είναι ήδη ενάρετοι [8]. Για τον κακό άνθρωπο μια
ενάρετη πράξη φαίνεται ακατανόητη, επώδυνη ή ανόητη. Για τον ανώριμο άνθρωπο,
η ψυχή του οποίου δεν έχει ακόμη σχηματισθεί έτσι ώστε να επιδιώκει τον ενάρετο
βίο, μια ενάρετη πράξη δεν εκτιμάται. «Σε εκείνους όμως που κατευθύνουν τις
ορέξεις και τις πράξεις τους σύμφωνα με τον λόγο, η γνώση αυτών των πραγμάτων
θα τους ήταν ιδιαίτερα ωφέλιμη», λέει ο Αριστοτέλης (1095α 9-12).
Οι αρετές δεν είναι απλώς ένα μέσον για την επίτευξη της ευδαιμονίας. Για την
ακρίβεια, η ανθρώπινη ευτυχία – η ευδαιμονία - δεν μπορεί να κατανοηθεί εξωγενώς.
Δεν μπορούμε, δηλαδή, να πάρουμε ένα εγχειρίδιο ευτυχίας, να ακολουθήσουμε τις
οδηγίες του και αυτό θα μας οδηγήσει στην ευτυχία – μόνον οι αφελείς θα έκαναν
κάτι τέτοιο. Η ευτυχία βιώνεται μέσα από τη συμμετοχή μας σε δραστηριότητες, δεν
παράγεται ως τελικό αποτέλεσμα όπως ένα καφές ή ένα αυτοκίνητο. Μετέχουμε σε
5
εκείνες τις δραστηριότητες που συνιστούν την ευτυχία και αυτή η μετοχή μας κάνει
ευτυχισμένους.
Υπάρχουν βέβαια σκοποί που είναι ξεχωριστοί από τις δραστηριότητες (τα μέσα) που
οδηγούν στην επίτευξή τους. Παραδείγματος χάριν, η κατασκευή ενός αυτοκινήτου -
η διαδικασία - είναι διαφορετική από το αυτοκίνητο αυτό καθεαυτό. Αντιθέτως,
όμως, η υγιεινή διατροφή που αποσκοπεί στην καλή υγεία αποτελεί μέρος της καλής
υγείας. Η υγεία δεν είναι μια τελική κατάσταση η οποία παράγεται μετά την καλή
διατροφή, τη γυμναστική, τον καλό ύπνο κλπ. Το να είσαι υγιής συνίσταται ακριβώς
στο να πράττεις ο,τιδήποτε είναι απαραίτητο για την καλή υγεία – η τελευταία είναι η
κατάσταση εκείνη στην οποία λαμβάνουν χώρα οι συναφείς δραστηριότητες. Η
διαδικασία και το αποτέλεσμα, τα μέσα και ο σκοπός, είναι αλληλένδετα και
αμοιβαίως οριζόμενα. Αντιστοίχως, για τον Αριστοτέλη, η ενάρετη δράση δεν είναι
ένα μέσον για την επίτευξη της ευδαιμονίας αλλά συνιστά την ίδια την ευδαιμονία.
Φρόνησις και πράξις
Η φρόνηση είναι η πρακτική γνώση του ενάρετου ανθρώπου. Η φρόνηση είναι
διαφορετική από την «επιστήμην» διότι η τελευταία αποσκοπεί μόνο στην καθολική
γνώση – τη γνώση γενικών αρχών για πράγματα που δεν μπορεί να είναι διαφορετικά•
είναι επίσης διαφορετική από την «τέχνην» διότι η τελευταία ενδιαφέρεται μόνο για
την πρακτική γνώση – πως θα παραχθεί κάτι. Η φρόνηση συνίσταται στην
ανεπτυγμένη ικανότητα αφενός μεν να γνωρίζει κανείς τους καλούς τελικούς
σκοπούς για τους ανθρώπους («προς τέλος τι σπουδαίον ευ λογίσωνται», 1140α 30),
αφετέρου δε να υλοποιεί τους τελικούς σκοπούς σε συγκεκριμένες και
μεταβαλλόμενες κάθε φορά περιστάσεις. Με τα λόγια του Αριστοτέλη: «ούτε και η
φρόνηση είναι άλλωστε γνώση μόνο των γενικών αρχών, αλλά πρέπει να γνωρίζει και
τα επί μέρους, δεδομένου ότι αποβλέπει στην πράξη και η πράξη έχει να κάνει με τα
επί μέρους πράγματα» (1141β 14-16).
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την «παραγωγή» από την «πράξη» κι αυτό έχει ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για τα στελέχη επιχειρήσεων. «Ο τελικός σκοπός της παραγωγικής
εργασίας», λέει, «διαφέρει απ’ αυτή την ίδια, της πρακτικής όμως δεν μπορεί να
διαφέρει, διότι αυτή η ίδια η καλή πράξη είναι και ο τελικός σκοπός» (1140β 6-7). Αν
παράγει λ.χ. κανείς αυτοκίνητα, το τελικό προϊόν είναι διαφορετικό από τη
διαδικασία της παραγωγής του – ο σκοπός διαφέρει από τη διαδικασία. Όταν όμως
κάποιος δρα πρακτικά, τότε η καλή πράξη - η «ευπραξία» - είναι αυτοσκοπός. Αυτό
που διακρίνει τον καλό άνθρωπο της πράξης – τον φρόνιμο – είναι ακριβώς η
ικανότητά του να διακρίνει τι είναι καλό για τον ίδιο και τους άλλους. «Γι αυτό
θεωρούμε τον Περικλή και τους όμοιούς του φρόνιμους», λέει ο Αριστοτέλης,
«επειδή μπορούν να διακρίνουν τα πράγματα που είναι καλά για τους ίδιους και για
όλους τους ανθρώπους. Τέτοιους θεωρούμε τους ειδικούς σε θέματα οικονομίας και
τους πολιτικούς» (1140β 7-11). Ενώ η «τέχνη», η γνώση δηλαδή της παραγωγής,
αναζητά τρόπους με τους οποίους θα παραχθεί το προϊόν, η φρόνηση μελετά πως η
«τέχνη» μπορεί να χρησιμοποιηθεί χάριν της ευδαιμονίας. Η φρόνηση, με άλλα λόγια,
μετατρέπει την «τέχνη» σε «ευπραξία».
Στις «παραγωγικές» δραστηριότητές μας σκεπτόμαστε και αποφασίζουμε για
πράγματα των οποίων η έκβαση είναι ακαθόριστη• δεν σκεπτόμαστε όμως για τους
σκοπούς στους οποίους αποβλέπουμε (αυτούς τους θεωρούμε δεδομένους), αλλά για
τα μέσα με τους οποίους θα τους επιτύχουμε. «Ο γιατρός», λέει ο Αριστοτέλης, «δεν
6
σκέπτεται αν θα θεραπεύει τον ασθενή, ούτε ο ρήτορας αν θα πείσει τους ακροατές,
ούτε ο πολιτικός αν θα εξασφαλίσει την καλή λειτουργία των νόμων. Ούτε και κανείς
από τους άλλους σκέπτεται για το σκοπό στον οποίο αποβλέπει με την εργασία του.
Ολοι πάντως, αφού θέσουν και προσδιορίσουν κάποιο σκοπό, εξετάζουν με ποιο
τρόπο και με ποια μέσα μπορεί αυτός να επιτευχθεί» (1112β 12-16).
Η ιατρική είναι μια «τέχνη» η οποία μελετά ορισμένα «ενδεχόμενα» προκειμένου να
ικανοποιήσει ένα σκοπό, την υγεία. Ο γιατρός δεν σκέπτεται για τον αν θα
θεραπεύσει τον ασθενή διότι ως γιατρός, με την ιδιότητα δηλαδή του ασκούντος το
επάγγελμα της ιατρικής, κατ’ ανάγκην προσπαθεί να θεραπεύσει. Αν εγερθεί το
ερώτημα για το αν πράγματι πρέπει να θεραπεύσει έναν ασθενή, προκειμένου λ.χ. να
αποφύγει τη μόλυνση ο ίδιος, τότε το ερώτημα αυτό δεν είναι πλέον ιατρικό – ανήκει
σε εκείνα τα «ενδεχόμενα» με τα οποία ασχολείται η «φρόνησις», όχι η «τέχνη» της
ιατρικής [9]. Αυτό που ισχύει για το γιατρό ισχύει και για το δικαστή, το δάσκαλο,
τον μάνατζερ, κοκ. Ως παραγωγικοί άνθρωποι αναπόφευκτα εδράζουμε την πράξη
μας σε σκοπούς που θεωρούμε αυτονόητους, αφού αυτοί οι σκοποί αποτελούν την
προϋπόθεση (την κινητήριο δύναμη) για τη δραστηριότητά μας και διαμορφώνουν
την ταυτότητά μας. Ως «φρόνιμοι» πρακτικοί άνθρωποι, όμως, σκεπτόμαστε τόσο
τους σκοπούς μας όσο και τα μέσα με τους οποίους θα τους επιτύχουμε. Η
«φρόνησις» υπερτερεί της «τέχνης».
Για τον Αριστοτέλη, αλλά και την κλασική παράδοση γενικότερα, οι διανοητικές και
ηθικές αρετές δεν μπορούν να διαχωριστούν. Η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να είναι
πρακτικά ευφυής και ανήθικος είναι αδιανόητη για το φιλόσοφο – «δεν μπορούμε να
είμαστε φρόνιμοι αν δεν είμαστε αγαθοί» (1144α37). Ο φρόνιμος άνθρωπος ενεργεί
για το καλό και βρίσκει τρόπους να το πραγματοποιεί – «η αρετή κάνει σωστό τον
σκοπό ενός έργου και η φρόνηση καθορίζει τα μέσα που οδηγούν στην επίτευξη του
σκοπού» (1143β 9-10). Αν είμαστε ενάρετοι άνθρωποι τότε έχουμε τους σωστούς
σκοπούς – να νοιαζόμαστε λ.χ. για τους άλλους. Απαιτείται, ωστόσο, η διανοητική
ικανότητα να γνωρίζουμε τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να
τους υλοποιήσουμε – πώς λ.χ. να νοιαζόμαστε για τους άλλους. Είναι δυνατόν να
έχουμε τις σωστές αξίες, χωρίς όμως να γνωρίζουμε πώς να τις θέσουμε σε εφαρμογή
– να υποφέρουμε δηλαδή από ηθική αδεξιότητα. Παρομοίως, είναι δυνατόν να
υλοποιούμε επιμέρους στόχους χωρίς να τους θέτουμε στην υπηρεσία των σωστών
αξιών – να είμαστε δηλαδή έξυπνοι, αλλά όχι σοφοί. Είναι προτιμότερο να έχουμε
γνωστική παρά αφελή αρετή• και είναι καλύτερα να έχουμε ενάρετη κρίση παρά
αμοραλιστική εξυπνάδα [10].
Η ιδέα, κατά συνέπεια, ότι μπορεί μια επιχείρηση να αναπτύξει «δυναμικές
ικανότητες» [11], οι οποίες της αποφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, χωρίς αυτές
οι ικανότητες να εμπεριέχουν την αρετή, είναι αδιανόητη από μια Αριστοτελική
σκοπιά. Το να είσαι καλός σε κάτι εμπεριέχει απαραιτήτως τον σκοπό στον οποίο
αποβλέπεις – να ζεις τη ζωή σου σύμφωνα με τις ηθικές αρετές. Δεν ενεργείς «κατά
τον ορθόν λόγον» (1138Β25) αν απλώς βελτιστοποιείς τα μέσα με τα οποία θα
παραχθεί ένα δεδομένο προϊόν ή αν μεγιστοποιείς τα οφέλη σου από τις συναλλαγές
στις οποίες εμπλέκεσαι . Αντιθέτως, ενεργείς «κατά τον ορθόν λόγον» αν, παράλληλα
με τα μέσα, εξετάζεις και το σκοπό που τα μέσα υπηρετούν, ο οποίος σκοπός,
δεδομένης της φύσης του ανθρώπου, δεν μπορεί παρά να είναι ο ενάρετος βίος.
7
Από Αριστοτελικής απόψεως, μια φαρμακευτική εταιρία π.χ. δεν αναπτύσσει απλώς
ικανότητες επινόησης, παραγωγής και εμπορίας φαρμάκων αλλά, ευρύτερα,
καλλιεργεί την «έξιν» της ενάρετης δραστηριότητας - αποσκοπεί όχι μόνον σε
τεχνικοοικονομική αποτελεσματικότητα αλλά και σε ηθική τελειότητα. Η ενάρετη
δραστηριότητα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας σφριγηλής
κοινότητας στο εσωτερικό της επιχείρησης. Η κοινότητα αυτή βασίζεται στην
εμπιστοσύνη και τον αμοιβαίο σεβασμό και, συγχρόνως, συμβάλλει στην ευδαιμονία
της ευρύτερης κοινωνίας, άρα και στην αύξηση του συμβολικού κεφαλαίου της
επιχείρησης, το οποίο με τη σειρά του ενισχύει τη φήμη της και την καθιστά πόλο
έλξης πελατών και υποψηφίων εργαζομένων. Αυτή η διαδικασία προϋποθέτει ότι,
όπως οι φρόνιμοι πολιτικοί, οι επικεφαλής της επιχείρησης θέτουν τις βάσεις για την
ενάρετη δραστηριότητα με το να δίνουν το καλό παράδειγμα - να αυτο-περιορίζονται
και να μεριμνούν λιγότερο για το ατομικό τους συμφέρον και περισσότερο για το
κοινό καλό της επιχείρησης.
Ο Αριστοτέλης θα χαιρόταν ιδιαίτερα σήμερα με τη βαρύτητα που έχει αποκτήσει η
έννοια της «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» και οι εξ αυτής απορρέουσες
επιχειρηματικές πρακτικές, αν και θα τις δικαιολογούσε διαφορετικά από ότι οι
περισσότεροι σύγχρονοι υποστηρικτές τους. Θα διαφωνούσε ριζικά με εκείνους τους
οικονομολόγους οι οποίοι αναγορεύουν την αναζήτηση του κέρδους ως τη μοναδική
αποστολή των επιχειρήσεων (κατά τη γνωστή ρήση του Μίλτον Φρήντμαν, «the
business of business is just business”). Αν το τελικό κριτήριο επιτυχίας είναι η
ευδαιμονία, τότε οι δραστηριότητες μιας επιχείρησης κατατείνουν στην τελειότητα
όταν προωθούν τον ενάρετο βίο, τόσο για τα μέλη της επιχείρησης όσο και για την
περιβάλλουσα κοινωνία. Για να το πω διαφορετικά, η εσωτερική ζωή της επιχείρησης
και η εξωτερική της συμπεριφορά διέπονται από την προσπάθεια για την εφαρμογή
των ηθικών αρετών (κυρίως της δικαιοσύνης, του θάρρους, της εντιμότητας [12]).
Από αυτή την άποψη, η ενάρετη επιχείρηση κατατείνει, όσο είναι δυνατόν, στην
εσωτερίκευση των «εξωτερικοτήτων» που οι δραστηριότητές της προκαλούν, και
στην αυτοδέσμευσή της να ακολουθεί πρακτικές οι οποίες προάγουν την ευδαιμονία
της κοινωνίας εντός της οποίας λειτουργεί. Με λίγα λόγια, η ενάρετη επιχείρηση
συμπεριφέρεται όπως ο ενάρετος πολίτης – συνεισφέρει στο κοινό καλό.
Εθισμός
Στην Αριστοτελική σκέψη δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ πραγματολογικών και
αξιολογικών προτάσεων. Όταν ρωτάμε λ.χ. «τι κάνει έναν καλό ηγέτη;» δεν
απαριθμούμε τα κοινά γνωρίσματα των καλών ηγετών (όπως συνήθως κάνουν οι
σύγχρονοι ψυχολόγοι) αλλά επισημαίνουμε τις συγκεκριμένες πράξεις εκείνων που
αναγνωρίζονται ως καλοί ηγέτες. Από αυτή την άποψη οι έννοιες δεν ορίζονται με
αφηρημένο και ανιστορικό τρόπο, και δεν διαχωρίζονται από τα κοινωνικά
συμφραζόμενά τους [13]. Όταν χαρακτηρίζουμε μια πράξη καλή, αποτελεσματική ή
δίκαιη, αυτό που κάνουμε είναι να υπογραμμίζουμε αυτό που θα έκανε ένας καλός
ηγέτης σε αυτή την περίπτωση. Οι αξιολογικές κρίσεις ταυτίζονται με τις
πραγματολογικές αποφάνσεις [14]. Το αληθεύειν συμπίπτει με το κοινωνείν [15].
Η κατάργηση της διάκρισης μεταξύ αξιολογικών και πραγματολογικών προτάσεων
συνεπάγεται ότι μια κοινότητα εκπαιδεύει τους νέους της να γίνουν καλοί μάνατζερ,
καλοί πολιτικοί, καλοί δάσκαλοι ή καλοί δικαστές όχι αφηρημένα (in abstracto),
αλλά συγκεκριμένα (in concreto) – με τη συμμετοχή των νέων στις πρακτικές που
έχουν ιστορικά αναπτυχθεί στην αντίστοιχη κοινότητα. Όταν λοιπόν διδάσκει κανείς
8
πρακτικές δεξιότητες, δεν διδάσκει αφηρημένους κανόνες, ούτε απλώς τεχνικά
εργαλεία για την επίτευξη εξωγενών σκοπών, αλλά μυεί τους διδασκόμενους στην
παράδοση της κοινότητας – τους διδάσκει το συλλογικό καλό και τα μέσα για την
επίτευξή του [16]. Οι νεότεροι σε μια επιχείρηση μαθαίνουν πώς να εργάζονται από
τους παλαιότερους. Αν δούμε την επιχείρηση ως μια κοινότητα, τα κριτήρια
τελειότητας που ιστορικά υπάρχουν σε μια κοινότητα είναι αυτά στα οποία πρέπει να
μυηθούν οι νέοι εργαζόμενοι. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωση των
ηθικών αρετών διότι, σε αντίθεση με τις διανοητικές, οι ηθικές αρετές, σύμφωνα με
τον Αριστοτέλη, δεν διδάσκονται αλλά «προέρχονται από την εθισμό» («η δ’ ηθική εξ
έθους περιγίγνεται») (1103α17).
Οι ηθικές αρετές είναι καταστάσεις του χαρακτήρα και τις αποκτούμε με το να
πράττουμε ως να τις είχαμε. Η αρετή προκύπτει από τον «εθισμό», όχι από τη
διδασκαλία. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, «τις αρετές τις αποκτούμε αφού πρώτα τις
ασκήσουμε, όπως συμβαίνει και στις άλλες τέχνες. Διότι τα πράγματα που πρέπει να
μάθουμε να κάνουμε, τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα, όπως, για παράδειγμα, γίνεται
κανείς οικοδόμος με το να οικοδομεί και κιθαριστής με το να παίζει κιθάρα. Με τον
ίδιο τρόπο γινόμαστε δίκαιοι με το να κάνουμε δίκαιες πράξεις, σώφρονες με το να
επιτελούμε σώφρονα έργα και ανδρείοι με το να κάνουμε ανδραγαθήματα» (1103α
31-34, 1103β 1-3). Για τον Αριστοτέλη πρότυπο λειτουργίας του «εθισμού» για την
απόκτηση των αρετών είναι η «πόλις». Εκείνα μάλιστα τα πολιτεύματα στα οποία οι
νομοθέτες δεν καταφέρνουν να κάνουν «αγαθούς» τους πολίτες είναι «φαύλα». Λέει __________ο
φιλόσοφος: «Οι νομοθέτες κάνουν καλούς τους πολίτες με τον εθισμό. Κι αυτή είναι
η επιθυμία κάθε νομοθέτη, το να κάνει καλούς τους πολίτες, κι όσοι δεν το
καταφέρνουν αποτυγχάνουν, και ως προς αυτό διαφέρει το καλό πολίτευμα από το
κακό» (1103β 3-6).
Πως είναι δυνατόν, όμως, να γίνουμε ενάρετοι αν δεν γνωρίζουμε πρώτα τι είναι
αρετή; Γινόμαστε ενάρετοι όταν, με τη βοήθεια των δασκάλων μας, και γενικότερα
των ανθρώπων που από θέσεως αυθεντίας μας μυούν στην πρακτική δραστηριότητα
που ασκούμε, μαθαίνουμε να εκτελούμε ενάρετες πράξεις. Στην αρχή γνωρίζουμε
μόνον «ότι» πρέπει να κάνουμε αυτό ή εκείνο και γι αυτό εμπιστευόμαστε, κατ’
ανάγκην, τους δασκάλους μας• αργότερα όμως, με την κατάλληλη διδασκαλία,
μαθαίνουμε το «διότι» - γιατί πρέπει να το κάνουμε. Αυτό που στην αρχή
εμπιστευτήκαμε, αργότερα θα συνειδητοποιήσουμε ότι είναι αληθές και, κατόπιν, θα
κατανοήσουμε γιατί είναι αληθές [17]. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει εδώ μια
χαρακτηριστική περίπτωση «ενάρετου κύκλου»: αποκτούμε τις αρετές όταν
κοινωνικοποιούμεθα σε αυτές• και, έχοντας εσωτερικεύσει τις αρετές, πράττουμε
ενάρετες πράξεις. «Επειδή απέχουμε από τις ηδονές γινόμαστε σώφρονες, κι αφού
γίνουμε σώφρονες μπορούμε σε μεγαλύτερο βαθμό να απέχουμε από αυτές» (1104α
33-35).
Ενας ακόμα λόγος για τον οποίο η αρετή αποκτάται μέσω εθισμού είναι ότι δεν
υπάρχουν κανόνες για το πώς ένας ενάρετος άνθρωπος πρέπει να συμπεριφέρεται.
Όπως προαναφέρθηκε, το τι συνιστά «θάρρος» δεν μπορεί να ορισθεί εκ των
προτέρων, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες καλείται να
δράσει ένας άνθρωπος. Όταν εθιζόμαστε στις ηθικές αξίες αποκτάμε όχι μόνο μια
διάθεση να ενεργούμε με συγκεκριμένο τρόπο, αλλά και μια ευαισθησία στο να
διαγιγνώσκουμε τις ιδιαίτερες κάθε φορά συνθήκες που αντιμετωπίζουμε, έτσι ώστε
9
να μπορούμε να κρίνουμε αν, στη συγκεκριμένη συγκυρία, πρέπει να δείξουμε λόγου
χάριν «ανδρεία» ή να υποχωρήσουμε.
Αν και επιμένει να τονίζει πόσο σημαντικό είναι για τον φρόνιμο άνθρωπο να
σκέπτεται και να αποφασίζει «κατά τον ορθόν λόγον», ο Αριστοτέλης αρνείται να
διατυπώσει διαδικασίες και κανόνες ορθολογικής σκέψης. Γνωρίζει ότι τα «πρακτά»
(οι πρακτικές υποθέσεις) είναι ευμετάβολα («ουδέν εστηκός έχει», 1104α5), «αόριστα»
και μοναδικά, και γι αυτό, προαναγγέλλοντας ήδη απόψεις μετα-ρασιοναλιστών
φιλοσόφων του 20ου αιώνα (κυρίως του Βιτγκενστάϊν, του Μπεργκσόν, και του
Τζέημς), παραμερίζει τον (θεωρητικό) «νου» και προκρίνει την αντίληψη («αίσθησιν»
(1142α 27). Η αντίληψη δεν είναι απαγωγική ούτε αναγωγιστική, αλλά διαισθητική:
είναι η ικανότητα να σκέφτεται κανείς πρακτικά με το να συλλαμβάνει ταυτοχρόνως
μια σύνθετη κατάσταση στην ολότητά της και να ξεχωρίζει τις κύριες όψεις της [18].
Η ικανότητα αυτή αποκτάται μετά από μακρά εμπειρία, τη συναντούμε δε συνήθως
στο μουσικό ή θεατρικό αυτοσχεδιασμό, όπου αυτό που εκτιμάται είναι η ευελιξία, η
ταχεία απόκριση, και η ανεπτυγμένη ικανότητα πρόσληψης ερεθισμάτων, παρά στην
απαγωγική σκέψη που καλλιεργεί η επιστήμη. Ο φρόνιμος άνθρωπος, λοιπόν, είναι
ανοιχτός στην εμπειρία, την οποία χρησιμοποιεί ως οδηγό για τα «καθ’ έκαστα» που
κάθε φορά αντιμετωπίζει, και τα οποία πασχίζει να αντιλαμβάνεται σωστά ως έχουν.
Η πόλις και το κοινό καλό
Για τον Αριστοτέλη οι άνθρωποι γίνονται φρόνιμοι όχι με το να ασκούν απλώς την
ατομική τους διάνοια (αυτή είναι η νεωτερική αντίληψη περί νόησης [19]), αλλά με
το να μαθαίνουν να ζουν τον ενάρετο βίο στην κοινότητά τους. Για τον Αριστοτέλη
αυτή η κοινότητα ήταν η «πόλις» - είναι αδύνατον να είναι κανείς ενάρετος παρά
μόνον μέσα στο πλαίσιο της «πόλεως». Αυτό άλλωστε προκύπτει από τον ορισμό της
αρετής ως την αναζήτηση της τελειότητας (να ζει δηλαδή κανείς σύμφωνα με τις
διανοητικές και ηθικές αρετές στις δραστηριότητες που ασκεί). Για να είναι ο βίος
«αγαθός» (ενάρετος, ευδαίμων) πρέπει να κατευθύνεται από την φρόνηση• η
καλύτερη εφαρμογή της φρόνησης είναι στην προαγωγή του κοινού καλού της
κοινότητας στην οποία μετέχει ο φρόνιμος [20]. Ο καλός άνθρωπος, λοιπόν, είναι ο
«φρόνιμος» και ο ιδεώδης φρόνιμος είναι ο «πολιτικός», αφού αυτός είναι κατ΄
εξοχήν επιφορτισμένος με την προαγωγή του κοινού καλού (1278β1-5).
Η μέριμνα του κοινού καλού σε μια επιχείρηση είναι πρωτίστως υπόθεση του
επικεφαλής της - του ανθρώπου που, ex officio, οφείλει κατ’ εξοχήν να ενσαρκώνει
τη φρόνηση. Από Αριστοτελικής απόψεως η επιχείρηση δεν είναι ένα άθροισμα
ατόμων αλλά μια ιστορική κοινότητα, μια ζώσα παράδοση. Τα μέλη μιας επιχείρησης
αναπτύσσουν τη φρόνηση όταν με τη δράση τους συμβάλλουν στο κοινό καλό της
επιχείρησης, πέρα και πάνω από το ατομικό τους συμφέρον. Όπως ανέφερα στην
αρχή, το θεμελιώδες εσωτερικό πρόβλημα για μια επιχείρηση είναι η διασφάλιση της
αυθόρμητης συνεργασίας μεταξύ των μελών της. Αυτό είναι το λεγόμενο «πρόβλημα
των κοινών» [21].
Φανταστείτε ένα χωριό με ένα μεγάλο δημόσιο λιβάδι στο οποίο βόσκουν τα πρόβατα
των χωρικών. Ο καθένας από αυτούς έχει και το δικό του λιβάδι. Αν έχεις πρόβατα
τότε είναι προς το συμφέρον σου να τα βόσκεις στο κοινό λιβάδι του χωριού παρά
στο δικό σου. Αν όμως όλοι σκεφτούν όπως εσύ, τότε το κοινό λιβάδι θα
υπερβοσκηθεί και τελικά θα καταστραφεί. Το πρόβλημα είναι ότι είναι καλύτερο για
10
όλους αν οι περισσότεροι χωρικοί επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, αλλά είναι καλύτερο
για τον καθένα από αυτούς να είναι ατομιστές.
Παρόμοιο είναι το πρόβλημα σε μια επιχείρηση και, γενικότερα, σε οποιαδήποτε
συλλογική προσπάθεια [22]. Αν, εγωιστικά σκεπτόμενος, το κύριο μέλημά μου είναι
η δική μου προαγωγή κι ο δικός μου μισθός, τότε έχω κάθε συμφέρον να συνεισφέρω
όσο το δυνατόν λιγότερο σε πράγματα που δεν με ευνοούν ατομικά – π.χ. να βοηθώ
νεώτερους συναδέλφους ή να μοιράζομαι πληροφορίες και να ανταλλάσσω σκέψεις
με άλλους. Μπορεί να αντιλεχθεί ότι όλα είναι θέμα κινήτρων: αν τα οικονομικά
κίνητρα είναι τέτοια που διευκολύνουν συνεργατικές συμπεριφορές, τότε δεν
υφίσταται πρόβλημα. Η άποψη αυτή, όμως, προϋποθέτει ότι ο κοινός βίος που
μοιραζόμαστε σε μια επιχείρηση μπορεί πρώτον να ορισθεί επακριβώς, και δεύτερον
να μετατραπεί σε μαθηματικές φόρμουλες οικονομικών κινήτρων.
Τούτο είναι αδύνατον να συμβεί πλήρως. Πρώτον διότι δεν μπορούμε να ορίσουμε
επακριβώς τι συνιστά τον κοινό βίο. Η επιμονή μερικών μηχανικών της Thiokol
(προμηθεύτρια της ΝΑΣΑ) να μην εκτοξευθεί το «Challenger» στις 28 Ιανουαρίου
1986, γιατί υπήρχε κίνδυνος αστοχίας μερικών υλικών λόγω υπερβολικά χαμηλής
θερμοκρασίας το πρωινό της εκτόξευσης, ήταν συνεισφορά ή εμπόδιο στον κοινό βίο
της εταιρίας [23]; Πότε η διαφωνία είναι δημιουργική και προάγει το κοινό καλό και
πότε το υπονομεύει; Δεύτερον, αυτά για τα οποία ενδιαφερόμαστε, αυτά που στ’
αλήθεια μας συγκινούν, μπορούν να μετατραπούν πάντοτε σε οικονομικά κίνητρα;
Όχι βέβαια. Αν αισθάνομαι όμορφα με τους συναδέλφους μου στη δουλειά, αν με
ικανοποιεί η αίσθηση ευθύνης και αυτονομίας που έχω, αυτά τα συναισθήματά μου
δεν είναι οι λόγοι για τους οποίους με ανταμείβει ο εργοδότης μου. Τουναντίον, όπως
δείχνει η σχετική έρευνα, σε μερικές περιπτώσεις, αν κάποιος απολαμβάνει αυτό που
κάνει και πληρώνεται γι αυτό, το απολαμβάνει λιγότερο – η αμοιβή μειώνει την
αίσθηση ότι αυτή είναι η δουλειά μου την οποία εγώ ελέγχω [24]. Σε κάθε συλλογική
προσπάθεια υπάρχει κάτι πέρα και πάνω από τα άτομα – μας συνέχουν αόρατοι
δεσμοί - και αυτό είναι το συλλογικό καλό.
Η μέριμνα για το κοινό καλό προϋποθέτει ότι τα άτομα αυτο-κατανοούνται ως μέλη
μιας κοινότητας και ότι, φρονίμως σκεπτόμενα, θεωρούν αυτονόητη υποχρέωσή τους
να συνεισφέρουν στο κοινό καλό. Η ατομική τους ευδαιμονία είναι άρρηκτα
συνδεδεμένη με την ευδαιμονία της κοινότητάς τους. Γίνονται φρόνιμοι γιατί
μετέχουν στην ενάρετη ζωή της κοινότητάς τους και, αντιστρόφως, η κοινότητα
γίνεται ενάρετη γιατί απαρτίζεται από ενάρετους ανθρώπους [25]. Παρομοίως, όπως
ο κοινός βίος μιας επιχείρησης διατηρεί την απερίσταλτη φύση του και υπάρχει στο
μέτρο που όλοι συνεισφέρουμε σε αυτόν, ο κοινός βίος της «πόλεως» υπάρχει στο
μέτρο που όλοι οι μετέχοντες συνεισφέρουν σε αυτόν, των επιχειρήσεων φυσικά
συμπεριλαμβανομένων. Η ευδαιμονία του ατόμου, της επιχείρησης και της «πόλεως»
είναι άρρηκτα συνδεδεμένες.
Αν πάρει κανείς στα σοβαρά την κοινοτιστική αντίληψη του Αριστοτέλη, θα
οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ένα κύριο μέλημα του ΔΣ είναι να συμπεριφέρεται η
επιχείρηση που διευθύνει ως ένας καλός πολίτης στο περιβάλλον που
δραστηριοποιείται και, συγχρόνως, να διατηρεί ενεργή την αίσθηση του κοινού
καλού στα μέλη της. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται, εκ μέρους του, τον αυτο-
περιορισμό, τη γενναιοδωρία, τη δικαιοσύνη, την ύπαρξη συλλογικών διαδικασιών
και μηχανισμών διαβούλευσης, και τη θέσπιση κανόνων στους οποίους υπάγεται η
11
συμπεριφορά όλων, και αυτού φυσικά του ιδίου. Όπως η «πόλις» δεν είναι απλώς μια
κοινότητα η οποία υπάρχει για να προστατεύει τα μέλη της αλλά παρέχει το πλαίσιο
για την άσκηση του ενάρετου βίου [26], έτσι και η επιχείρηση δεν υπάρχει απλώς για
να εξυπηρετεί εργαλειακές ανάγκες αλλά συνιστά, κατά την εύστοχη έκφραση του
Φίλιπ Σέλζνικ, μια «ηθική κοινοπολιτεία» [27] - παύει να είναι απλώς μια μηχανή για
την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών και καθίσταται «θεσμός»• εμποτίζεται με
αξίες οι οποίες τροφοδοτούν τον ενάρετο βίο των μελών της [28].
Συναισθήματα
Όπως είπαμε παραπάνω, ουσιώδες γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου είναι να
κατανοεί «τα καθ’ έκαστα» - τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες της περίπτωσης που
αντιμετωπίζει. Αυτή η κατανόηση δεν είναι μόνο νοητική αλλά και συναισθηματική.
Οι αρετές δεν εκφράζουν μόνο διαθέσεις να σκέπτεται κανείς με συγκεκριμένους
τρόπους, αλλά και να αισθάνεται με συγκεκριμένους τρόπους. Η ενάρετη δράση δεν
είναι δράση χωρίς ή ενάντια στα συναισθήματα, αλλά δράση με βάση τα
επεξεργασμένα συναισθήματα. Εχουμε εκ φύσεως συναισθηματική δεκτικότητα
αλλά, προκειμένου τα συναισθήματά μας να είναι χρήσιμα, πρέπει να τελειοποιούνται
μέσα από τον εθισμό και το στοχασμό («τελοιουμένοις δε δια του έθους», 1103α 25).
Ο φρόνιμος άνθρωπος έχει ανεπτυγμένη προσληπτική ικανότητα γιατί το σύνολο της
προσωπικότητάς του (όχι μόνο η διάνοιά του) μετέχει στη διάγνωση της
συγκεκριμένης κατάστασης που αντιμετωπίζει. Από αυτή την άποψη, ο ΔΣ που
χαρακτηρίζει τις απολύσεις μερικών εκατοντάδων ή χιλιάδων εργαζομένων από την
επιχείρησή του ως «αναπόφευκτες λόγω του σκληρού ανταγωνισμού», δίχως να
αισθάνεται πόνο, στερείται μέρους της Αριστοτελικής αρετής. Ο πρωθυπουργός που
παραπέμπει υπηρεσιακά όποιον καταγγέλλει τη διαφθορά στον εισαγγελέα, δίχως να
αισθάνεται βαθιά μέσα του το αίσθημα της αηδίας και της απογοήτευσης, στερείται
μέρους της Αριστοτελικής αρετής.
Γιατί είναι η συναισθηματική ακηδία ένα δείγμα ότι κάποιος στερείται μέρος της
αρετής; Δύο είναι οι κύριοι λόγοι. Πρώτον διότι δείχνει ιεράρχηση αξιών διαφορετική
από αυτή της κοινότητάς του. Όταν η ανεργία είναι στο 14% κι ο Υπουργός
Οικονομικών ανακοινώνει ότι «η ανεργία είναι ένα τίμημα που οπωσδήποτε πρέπει
να καταβάλλουμε» [29], τότε δεν συντονίζεται με το κοινό αίσθημα. Δεν συμπάσχει
με τους ανέργους, δεν κατανοεί τις αγωνίες της κοινωνίας την οποία υποτίθεται ότι
υπηρετεί. Τα συναισθήματα που νοιώθουμε δείχνουν τι πραγματικά μετράει για μας
και καθοδηγούν τη δράση μας. Όταν βιώνουμε συγκεκριμένα συναισθήματα μας
βοηθά να εντοπίζουμε τι είναι σημαντικό στα «καθ’ έκαστα» που αντιμετωπίζουμε.
Δεύτερον, τα συναισθήματα έχουν πληροφοριακή αξία – για μας και για τους άλλους
[30]. Όταν βιώνουμε συγκεκριμένα συναισθήματα γνωρίζουμε οι ίδιοι καλύτερα τον
εαυτό μας. Με τα συναισθήματα που βιώνουμε σηματοδοτούμε στους άλλους τι
πραγματικά μας ενδιαφέρει. Μπορεί λ.χ. να νομίζουμε ότι είμαστε ανοικτοί σε νέες
ιδέες και προτάσεις και να ανακαλύπτουμε πως όταν γίνονται προτάσεις, οι οποίες
δεν μας αρέσουν ιδιαίτερα, να θυμώνουμε. Η μπορεί να πιστεύουμε ότι η επιχείρησή
μας ενθαρρύνει την ανάληψη πρωτοβουλιών και ευθυνών από τα στελέχη και τους
εργαζόμενους, όταν όμως αυτό συμβαίνει να νοιώθουμε ότι η εξουσία μας απειλείται
και να ενεργούμε αμυντικά.
Τα συναισθήματα που βιώνουμε μας αποκαλύπτουν αυτά για τα οποία νοιαζόμαστε
και μας οδηγούν προς αυτά για τα οποία νοιαζόμαστε. Αν για παράδειγμα είμαι
12
ικανός να νοιώθω συμπόνια τότε θα δώσω μεγαλύτερη προσοχή στην ταλαιπωρία που
υφίστανται οι ηλικιωμένοι στις ουρές του ΙΚΑ. Αν είμαι ικανός να νοιώθω θυμό θα
εξαγριωθώ με τα «φακελάκια» των διεφθαρμένων γιατρών στα νοσοκομεία. Αν είμαι
ικανός να νοιώθω πόνο θα κατανοήσω καλύτερα τον ηθικό και υλικό εξευτελισμό του
μετανάστη. Τα συναισθήματά μας έχουν γνωστική αξία: δεν γνωρίζουμε κάτι καλά αν
δεν νοιώσουμε μέσα μας και τα αντίστοιχα συναισθήματα. [31] Τα συναισθήματα
είναι μορφές γνώσης: αποκτούμε εναργέστερη εικόνα της κατάστασης που
αντιμετωπίζουμε, κατανοούμε τα «καθ’ έκαστα» σε βάθος όταν είμαστε
συναισθηματικά ευφυείς [32].
Αν και τα συναισθήματα είναι ένα εγγενές μέρος της ενάρετης δράσης, χρειάζεται να
εκλογικευθούν για να είναι χρήσιμα [33]. Μπορεί ως ΔΣ να είμαι υπερβολικά
συμπονετικός και να μη θέλω να δω την ανεπάρκεια μερικών συνεργατών μου.
Ιδανικά θα πρέπει να μεταποιήσω τη συμπόνια μου σε δράση: να φροντίσω οι
ανεπαρκείς επαγγελματικά να εκπαιδευτούν καλύτερα, ή να βοηθηθούν στη δουλειά
τους με το να έχουν έναν μέντορα, ή με κάποιο άλλο τρόπο. Αν όμως αρκεσθώ στο
ακατέργαστο αίσθημα της συμπόνιας τότε δεν κάνω καλό ούτε στην επιχείρησή μου,
ούτε σε αυτούς τους ίδιους τους συνεργάτες μου, αφού αφήνω να διαιωνίζεται η
επαγγελματική τους ανεπάρκεια.
Πως μπορώ να εκπαιδεύσω τα συναισθήματά μου; Πως μπορώ να τα καλλιεργήσω
έτσι ώστε αυτά να γίνουν αξιόπιστα διαγνωστικά εργαλεία; Εν μέρει το κάνω αυτό,
ούτως ή άλλως, με τη συμμετοχή μου στην κοινότητα: στο μέτρο που μετέχω σε
αυτή, «εθίζομαι» σε συγκεκριμένους τρόπους σκέψης και συναίσθησης. Μαθαίνω τις
αξιολογήσεις που ενυπάρχουν στα συναισθήματα (τι είναι ανεπιθύμητο και μου
προκαλεί θυμό• τι είναι οδυνηρό και μου προκαλεί πόνο• τι είναι απειλητικό και μου
προκαλεί φόβο) μέσα από τη διαδικασία της κοινωνικοποίησής μου στην κοινότητά
μου [34].
Εν μέρει, όμως, καλλιεργώ τα συναισθήματά μου με την αυτογνωσία. Πρέπει να
πασχίσω να γνωρίσω τις συναισθηματικές τάσεις μου και τις παρορμητικές διαθέσεις
μου. Αν αυτό το καταφέρω, τότε θα αποφεύγω τα συναισθηματικά σφάλματα με το
να μετακινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν π.χ. είναι υπερβολικά
συμπονετικός τότε πρέπει να αυτοελέγχομαι έτσι ώστε να μετακινηθώ προς τη μεριά
της αυστηρότητας. «Αν απομακρυνθούμε πολύ από τα σφάλματά μας, θα φτάσουμε
στη μέση κατάσταση, πράγμα που κάνουν όσοι προσπαθούν να ισιώσουν τα στραβά
ξύλα», λέει ο Αριστοτέλης (1109β6-7). Δεν υπάρχουν βέβαια κανόνες γι αυτά τα
πράγματα, και για αυτό, ως φρόνιμοι, πρέπει να ασκούμε την κρίση μας: Το να
αισθανόμαστε «όταν πρέπει, για τα πράγματα που πρέπει, σε σχέση με αυτούς που
πρέπει, για τους σκοπούς που πρέπει και όπως πρέπει, αυτό είναι μέσον και
ταυτόχρονα άριστον, κι αυτό χαρακτηρίζει την αρετή» (1106β21-23).
Ακρασία
Αν και τον Αριστοτέλη τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα η ενάρετη δράση του φρόνιμου
ανθρώπου, εν τούτοις αναγνωρίζει το ενδεχόμενο ένας άνθρωπος να γνωρίζει τι είναι
ορθό να πράξει αλλά να μην το πράττει. Το φαινόμενο αυτό το ονομάζει «ακρασία»
και τον αντίστοιχο άνθρωπο «ακρατή» – «ο ακρατής πράττει εν γνώσει του άσχημες
πράξεις υπό το κράτος του πάθους του» («ο ακρατής ειδώς ότι φαύλα πράττει δια
πάθος» (1145β 12-13). Ο ακρατής είναι ανίκανος να ζήσει όπως θεωρεί ότι θα
έπρεπε. Πως όμως είναι δυνατόν αυτό να συμβεί; Για τον Σωκράτη κάτι τέτοιο είναι
13
λογικώς αδύνατον: δεν μπορούμε να κατανοήσουμε έναν άνθρωπο ο οποίος εν
γνώσει του ακολουθεί έναν υποβέλτιστο τρόπο δράσης, γνωρίζοντας συγχρόνως ότι
υπάρχει μια εναλλακτική λύση καλύτερη από αυτή που υιοθέτησε [35]. Διότι, αν
όντως εξέτασε μια εναλλακτική η οποία ήταν καλύτερη, τότε γιατί δεν την επέλεξε;
Κατά συνέπεια, λέει ο Σωκράτης, μια υποβέλτιστη πράξη οφείλεται στην άγνοια –
διαπράττεται με την ψευδή πεποίθηση ότι είναι η βέλτιστη. Με άλλα λόγια, ο
Σωκράτης αρνείται στην ουσία το φαινόμενο της ακράτειας .
Για τον Αριστοτέλη η ακράτεια είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και επικίνδυνη –
συνιστά ένα από τα τρία ελαττώματα σχετικά με τα ήθη που πρέπει να αποφεύγουμε
(«κακία, ακρασία, θηριότης» 1145α 17). Η ακράτεια συμβαίνει όταν η κρίση του
πράττοντος είναι μια συνειδητή πλήν ψευδής πεποίθηση [36]. Η ψευδής πεποίθηση
όμως δεν αφορά το γενικό φαινόμενο που τον απασχολεί, αλλά τον ίδιο τον
πράττοντα. Ο ακρατής πολιτικός, λ.χ. μπορεί να πιστεύει ειλικρινά ότι η δημόσια
διοίκηση χρειάζεται ριζικές μεταρρυθμίσεις για να γίνει αξιοκρατική, ακομμάτιστη,
έντιμη, ευέλικτη, και αποτελεσματική. Το σφάλμα του ακρατούς πολιτικού έγκειται
στο ότι αυτός θέλει τις αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις και ότι αυτός θα τις εφαρμόσει. Η
διάγνωσή του για το δέον γενέσθαι είναι ορθή ως προς τη γενικότητά της: «ένα
ανίκανο και διεφθαρμένο κράτος είναι εμπόδιο στην ευημερία και την κοινωνική
δικαιοσύνη» (μείζων πρόταση) και, «δεδομένου ότι το ελληνικό κράτος είναι και
ανίκανο και διεφθαρμένο» (ελάσσων πρόταση), χρήζει μεταρρύθμισης. Το σφάλμα
του ακρατούς πολιτικού εντοπίζεται στον εαυτό του: νομίζει ότι πράγματι θέλει τη
μεταρρύθμιση – δεν ξέρει καλά τον εαυτό του, τις αξίες του και τις προτεραιότητες
του• κυριαρχείται από πάθη τα οποία τον εμποδίζουν να δει ότι η συγκεκριμένη
κατάσταση που αντιμετωπίζει («το ανίκανο και διεφθαρμένο κράτος») εμπίπτει στην
ελάσσονα πρόταση της διάγνωσής του [37].
Υπάρχει πλήθος αντίστοιχων παραδειγμάτων από τη διοίκηση επιχειρήσεων. Ιδού
μερικά. Ο ακρατής ΔΣ θεωρεί ότι η εταιρία του πρέπει να ακολουθεί μια
συγκεκριμένη στρατηγική, στην πράξη όμως ενεργεί κυρίως καιροσκοπικά ανάλογα
με τις πιέσεις των ανταγωνιστών του ή τις εσωτερικές διαμάχες. Ο ακρατής ΔΣ
θεωρεί ότι όλη η οργάνωση πρέπει να είναι συστηματικά προσανατολισμένη στη
διασφάλιση της ποιότητας, στην πράξη όμως κάνει πολύ λίγα πράγματα γι αυτή – η
διασφάλιση της ποιότητας εναπόκειται στον κατά περίπτωση «πατριωτισμό» των
υπαλλήλων του. Ο ακρατής ΔΣ διακηρύσσει σε όλους τους τόνους πόσο σημαντικό
είναι να αναλαμβάνουν τα στελέχη της επιχείρησης πρωτοβουλίες, οσάκις όμως αυτό
συμβαίνει τις «καπελώνει» γιατί νοιώθει ότι απειλείται η εξουσία του. Η ακράτεια, με
άλλα λόγια, είναι ένδειξη της έλλειψης αυτογνωσίας. Ο ακρατής ηγέτης είναι ξένος
προς τον εαυτό του – θα ανακαλύψει ποιος πράγματι είναι αν εξετάσει όχι τα λόγια
του αλλά τις πράξεις του [38].
Πως ξεπερνά κανείς την ακράτεια; Με δύο τρόπους. Πρώτον με την καλλιέργεια της
αυτογνωσίας – την __________επίπονη διαδικασία στην οποία ο πράττων υποβάλλει σε εξέταση
τη συμπεριφορά του, ιδιαίτερα σε ότι αφορά τις συναισθηματικές της ρίζες.
Ενδέχεται, για παράδειγμα, ο ακρατής ΔΣ να ενθουσιάζεται εύκολα και να υιοθετεί
προτάσεις αβασάνιστα• ή ενδέχεται να θέλει να ικανοποιεί τους συνεργάτες του και
να αποφεύγει να γίνεται δυσάρεστος• ή να επιδιώκει πάση θυσία την ικανοποίηση των
επιθυμιών των πελατών ακόμα και όταν αυτές αντίκεινται στη στρατηγική που
επέλεξε η επιχείρησή του• ή ενδέχεται να διακατέχεται από ανασφάλεια και να
ζηλεύει τις επαγγελματικές επιτυχίες στενών συνεργατών του. Σε όλες αυτές τις
14
περιπτώσεις, οι αντίστοιχες συμπεριφορές έχουν τις απαρχές τους σε προγενέστερες
εμπειρίες και απωθημένα συναισθήματα. Η ακράτεια θα αντιμετωπισθεί αν ο
πράττων κατορθώσει να φέρει στην επιφάνεια τα απωθημένα του συναισθήματα και
να διαυγάσει τον τρόπο που τον επηρεάζουν [39].
Η ετερογνωσία, κατάλληλα χρησιμοποιούμενη, εμβαθύνει την αυτογνωσία: βλέπω
πως οι άλλοι, ιδιαίτερα αυτούς που θαυμάζω, αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα
και προσπαθώ να μάθω από αυτούς. Η πολυφωνία συνεισφέρει επίσης στην
αυτογνωσία. Αφού είναι πιο εύκολο για τους άλλους να καταλάβουν από τις πράξεις
μου τι άνθρωπος είμαι, θα αυξήσω την αυτογνωσία μου αν αισθανθούν άνετα να
εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους γι αυτά που κάνω. Είναι πολύ πιθανόν, έτσι, να
δω λίγο καλύτερα τις αστοχίες μου.
Ο δεύτερος τρόπος υπέρβασης της ακράτειας είναι η προδέσμευση (precommitment)
[40]. Αν ξέρω ότι είμαι επιρρεπής σε ορισμένες συμπεριφορές, δεσμεύομαι εκ των
προτέρων να ακολουθήσω εκείνες τις πολιτικές που ενώ γνωρίζω ότι πρέπει να
ακολουθηθούν, εν τούτοις ενδέχεται να μην μπορέσω να ακολουθήσω στην πράξη.
Γνωρίζω, με άλλα λόγια, ότι ενδέχεται να είμαι ακρατής και γι αυτό, φρονίμως
ποιώντας, προδεσμεύομαι για να προστατεύσω τον εαυτό μου (και την επιχείρησή
μου ή τη χώρα μου) από την ακράτειά μου. Στις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς
αυτή η προδέσμευση συνήθως παίρνει τη μορφή της θέσπισης κανόνων στους
οποίους υπάγεται η συμπεριφορά όλων. Αυτός είναι ο αποτελεσματικότερος __________τρόπος
δημιουργίας εμπιστοσύνης σε μεγάλα κοινωνικά συστήματα: με τους κανόνες
τίθενται περιορισμοί στους ασκούντες εξουσία να ενεργούν καιροσκοπικά και/ή προς
ίδιον όφελος, εις βάρος του μακροπρόθεσμου κοινού καλού [41].
Σε κάποιο βαθμό το φαινόμενο της προδέσμευσης το βλέπουμε στην πρόσφατη
συμπεριφορά του ελληνικού κράτους με τη δημιουργία ανεξάρτητων αρχών.
Γνωρίζοντας οι πολιτικοί ότι στο θέμα π.χ. της απασχόλησης στο δημόσιο είναι
ακρατείς, αναθέτουν στο ΑΣΕΠ, ένα ανεξάρτητο όργανο, τη διαδικασία των
προσλήψεων. Αλλά και στις επιχειρήσεις βλέπουμε, όλο και συχνότερα, την
υιοθέτηση κωδίκων συμπεριφοράς, δηλώσεις για το όραμα της επιχείρησης, και
διακηρύξεις για την αποστολή της επιχείρησης. Όλα αυτά είναι προδεσμεύσεις οι
οποίες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της ακράτειας και στη δημιουργία
εμπιστοσύνης για την επίτευξη του κοινού καλού.
Επίλογος
Η επιχείρηση για να είναι ανταγωνιστική στην αγορά πρέπει να αναπτύξει την
αυθόρμητη συνεργασία στο εσωτερικό της. Πλούτος παράγεται μόνον αφενός μεν αν
τα μέλη της επιχείρησης συστοιχηθούν για την επίτευξη κοινών σκοπών, αφετέρου δε
αν επιτύχει η επιχείρηση να κερδίσει την ηθική νομιμοποίηση από την κοινωνία μέσα
στην οποία λειτουργεί.
Οι πραγματικά καλές εταιρίες είναι αυτές που δεν είναι απλώς μηχανισμοί
παραγωγής και εμπορίας, αλλά ζωντανοί θεσμοί - συλλογικές οντότητες οι οποίες
είναι φορείς παραδόσεων και αξιών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι μακροχρόνια εξαιρετικές
εταιρίες όπως η Hewlett-Packard, η IBM, η Sony, η 3M, ο ΤΙΤΑΝ, χαρακτηρίζονται
από διακριτά οράματα και αξίες, τα οποία υπερβαίνουν σε διάρκεια κατά πολύ τους
ιδρυτές τους. Το τελικό προϊόν σε αυτές τις εταιρίες δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο
προϊόν, όσο ευπώλητο κι αν είναι, αλλά η ίδια η εταιρία – ο διακριτός τρόπος με τον
15
οποίο εκατοντάδες ή χιλιάδες άνθρωποι, από γενιά σε γενιά, συνεργάζονται και
δημιουργούν [42].
Ο επικεφαλής μιας εξαίρετης εταιρίας δεν υπερηφανεύεται τόσο για την οικονομική
της επιτυχία, όσο για το ότι η εταιρία του αποτελεί διαχρονικό σημείο αναφοράς και
μίμησης. «Είχα πάντοτε επικεντρώσει την προσοχή μου», λέει ο Σαμ Γουόλτον,
ιδρυτής της Wal-Mart, «στο να χτίσω την καλύτερη εταιρία λιανεμπορίου που θα
μπορούσα. Τελεία και παύλα. Το να δημιουργήσω μια τεράστια προσωπική
περιουσία δεν ήταν ποτέ σκοπός για μένα» [43]. Ο Γουίλιαμ Χιούλετ, συν-ιδρυτής
της Hewlett-Packard, ομολογεί ότι «όσο κοιτάω πίσω τη ζωή μου, είμαι υπερήφανος
για το ότι συνεισέφερα στη δημιουργία μιας εταιρίας η οποία, χάρις στις αξίες της, τις
πρακτικές της, και την επιτυχία της, είχε τεράστια επίδραση στον τρόπο με τον οποίο
διοικούνται οι εταιρίες ανά τον κόσμο. Και είμαι ιδιαίτερα υπερήφανος που αφήνω
πίσω μου μια οργάνωση η οποία θα συνεχίσει να αποτελεί ένα υποδειγματικό
μοντέλο και μετά το θάνατό μου» [44]. Ο Παύλος Ευμορφίδης, Διευθύνων
Σύμβουλος της COCO-MAT, αναφερόμενος στο σκοπό της εταιρίας του παρατηρεί
ότι, «το όραμα των ιδρυτών της COCO-MAT ήταν να κατακτήσουμε την κορυφή, σε
παγκόσμιο επίπεδο, στην κατασκευή φυσικών προϊόντων ύπνου και να συμμετέχουμε
ενεργά στη διαμόρφωση μιας αειφόρου παιδείας που θα αγκαλιάζει όλους τους τομείς
της ανθρώπινης δραστηριότητας» (Καθημερινή, 21/3/2004).
Προσέξτε ότι ο Σαμ Γουόλτον, ο Χιούλετ Πάκαρντ και Ο Παύλος Ευμορφίδης δεν
ορίζουν την εταιρία τους με οικονομικούς αλλά με βαθιά κοινωνικούς όρους – να
δημιουργήσουν μια υποδειγματική εταιρία (και οι τρεις)• να παράσχουν ένα προϊόν ή
μια υπηρεσία που θα καλύπτει καταναλωτικές ανάγκες με περιβαλλοντικά υπεύθυνο
τρόπο (ο τρίτος). Ο Αριστοτέλης μάλλον θα χαιρόταν γι αυτό. Θα χαιρόταν να βλέπει
τους κατ’ εξοχήν ανθρώπους της πράξης να σκέπτονται όχι απλώς «παραγωγικά»
αλλά φρόνιμα.. Αντιθέτως, θα τον προβλημάτιζε η συμπεριφορά του κ. Γκαρνιέ. Θα
του υπενθύμιζε, μαντεύω, ότι ο ΔΣ δεν είναι απλώς ένας συναλλακτικός ηγέτης
(transactional leader) – κάποιος δηλαδή που επιζητεί τη συνεργασία των άλλων επί τη
βάσει των ανταλλαγμάτων που τους προσφέρει – ούτε ένας μεγιστοποιητής του
ατομικού του συμφέροντος, ο οποίος, προκειμένου να έχει κίνητρα να διευθύνει μια
τεράστια επιχείρηση, χρειάζεται διαρκώς υψηλότερες απολαβές.
Ο Αριστοτέλης θα υπενθύμιζε στον κ. Γκανρνιέ ότι ο ΔΣ ενορχηστρώνει τη
συλλογική προσπάθεια, χτίζει με τις πράξεις του τον κοινό τόπο της επιχείρησης,
εμπνέει με το παράδειγμά του τους άλλους να υπάγουν το ατομικό τους συμφέρον
στο κοινό καλό της επιχείρησης. Οι πράξεις του ηγέτη είναι βαθύτατα συμβολικές:
σηματοδοτούν τι είναι σημαντικό, δίνουν τον τόνο στην οργάνωση, γίνονται
αντικείμενο μίμησης [45]. Είναι δυστυχώς σημείο της «πλεονεξίας» του
αγοροκρατούμενων καιρών μας ότι ενώ αρκετοί ΔΣ κατανοούν πολύ καλά τη γλώσσα
της «αλυσίδας προστιθέμενης αξίας», αδυνατούν να καταλάβουν τη γλώσσα των
συλλογικών αξιών, της κοινότητας, και της ηθικής αυθεντίας, χάρις στην οποία, σε
τελική ανάλυση, λειτουργούν οι εταιρίες και κάθε συλλογικό μόρφωμα γενικότερα.
Για τον Αριστοτέλη ο καλός ηγέτης είναι «φρόνιμος»: γνωρίζει να θέτει ευρύτερους
συλλογικούς σκοπούς που να εμπνέουν του ανθρώπους και συγχρόνως πώς να τους
υλοποιεί σε διαρκώς μεταβαλλόμενες περιστάσεις. Η φρόνηση δεν είναι μια απλή
ατομική λειτουργία, αλλά βαθιά συλλογική: μαθαίνει να είναι κανείς φρόνιμος
ζώντας ενάρετα στην κοινότητά του. Όλα τα μέλη της επιχείρησης πρέπει να
16
«εθίζονται» στη φρόνηση – όλοι είναι εν δυνάμει φρόνιμοι. Δεδομένου ότι η
φρόνηση υλοποιεί καθολικούς σκοπούς, η ατομική δράση είναι φρόνιμη όταν προάγει
το κοινό καλό της κοινότητας στην οποία μετέχει ο φρόνιμος. Η ατομική ευδαιμονία
συνδέεται στενά με τη συλλογική ευδαιμονία.
Ο ηγέτης ενσαρκώνει ex officio τις συλλογικές αξίες και, μέσω της εν πολλοίς
συμβολικής λειτουργίας της θέσης του, συνεισφέρει καθοριστικά στην προαγωγή των
κοινών αξιών. Η «ευδαιμονία» της επιχείρησης-ως-κοινότητα συνδέεται στενά με την
«ευδαιμονία» της ευρύτερης κοινωνίας, αφού η επιχείρηση είναι «φρόνιμη» όταν
συνεισφέρει στο κοινό καλό της «πόλεως». Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο που οι
εξαιρετικές επιχειρήσεις (π.χ. ΤΙΤΑΝ, COCO-MAT) διακρίνονται τόσο για την καλή
διοίκηση του ανθρώπινου δυναμικού όσο και για την κοινωνική τους προσφορά.
Η ενάρετη επιχείρηση «εθίζει» τα μέλη της στις ηθικές αρετές – τους διδάσκει
εμπράκτως και κατ’ επανάληψη τις αξίες που συνέχουν την επιχείρηση. Δεν
υπάρχουν κανόνες ενάρετης δράσης, ούτε η φρόνηση μπορεί να διδαχθεί: οι νεότεροι
κοινωνικοποιούνται να σκέπτονται και να αισθάνονται «κατά τον ορθόν λόγον», κι
αυτός είναι ένα ακόμα λόγος για τον οποίο είναι άκρως σημαντική η αυτο-κατανόηση
μιας επιχείρησης ως κοινότητας – ως φορέα παραδόσεων και αξιών [46] . Η φρόνηση
ασκείται καλά όταν μαζί με το «καθόλου» (τους καθολικούς σκοπούς) λαμβάνει
υπόψη «τα καθ’ έκαστα», κι αυτό απαιτεί όχι μόνον «εθισμό» στις ηθικές αξίες της
κοινότητας και διανοητική οξύνοια, αλλά και συναισθηματική πληρότητα και
αυτογνωσία. Ο καλός ηγέτης είναι συναισθηματικά ώριμος και ευφυής – γνωρίζει «τα
καθ’ έκαστα» καλύτερα όταν τα προσεγγίζει όχι μόνον εγκεφαλικά αλλά και
συναισθηματικά. Για την ακρίβεια, δεν τα γνωρίζει πλήρως αν δεν μετάσχει και
συναισθηματικά στην προσέγγισή τους. Τέλος, ο καλός ηγέτης γνωρίζει τον κίνδυνο
της ακράτειας και προσπαθεί να τον αποφύγει με την αυτογνωσία, την πολυφωνία και
την προδέσμευση.
Ποτέ άλλοτε η φρόνηση δεν ήταν τόσο απαραίτητη όσο είναι σήμερα. Σε έναν
αλληλένδετο, παγκοσμιοποιημένο κόσμο, στον οποίο οι αποφάσεις πολιτικών και
επιχειρηματικών ηγετών έχουν τεράστιες επιπτώσεις στη ζωή μας και το περιβάλλον,
η καλλιέργεια της Αριστοτελικής φρόνησης είναι επιτακτική αναγκαιότητα.
Χρειαζόμαστε επειγόντως ηγέτες που θα μεριμνούν για το κοινό καλό και θα το
προάγουν με τις πράξεις τους. Χρειαζόμαστε επιχειρήσεις με αίσθηση αποστολής,
αυτο-κατανόηση κοινότητας, και διάθεση προσφοράς στην ευρύτερη κοινωνία.
Χρειαζόμαστε διανοητικούς ορίζοντες που δεν θα περιορίζονται σε έναν αφελή
οικονομισμό αλλά θα ανοίγονται στην πολυπλοκότητα των κοινωνικών φαινομένων
[47].
Αν ο Αριστοτέλης ήταν ΔΣ θα ήθελε, νομίζω, να δημιουργήσει μια επιχείρηση-
πρότυπο που να προάγει την ευδαιμονία. Κάτι τέτοιο εύκολα λέγεται, βεβαίως, και
δύσκολα γίνεται. Θα μας έλεγε ότι δεν υπάρχουν συνταγές ευδαιμονίας και ότι τίποτα
δεν απαλλάσσει έναν ηγέτη από το άχθος της κρίσης και το βάρος των επιλογών του.
Το να ζεις κανείς «κατά τον ορθόν λόγον» είναι απαιτητικό – μια διαρκής άσκηση. Το
να αναζητά ένας ηγέτης την τελειότητα είναι μια ατέρμονη και επίπονη διαδικασία η
οποία απαιτεί όραμα, έμπρακτη προαγωγή του κοινού καλού, εκλεπτυσμένη
προσωπικότητα, αυτο-περιορισμό και εγκράτεια – με μια λέξη, φρόνηση. Μόνον έτσι
η εταιρία διαμορφώνει τον ενάρετο χαρακτήρα της, ο οποίος με τη σειρά του
διαμορφώνει ενάρετους εργαζόμενους.
17
Με δυο λόγια: αν θέλετε να είστε ανταγωνιστικοί στην αγορά, θα συμβούλευε ο
Αριστοτέλης έναν ΔΣ, φροντίστε να δημιουργήσετε έναν «ενάρετο κύκλο» με τους
εργαζόμενους και όσους επηρεάζονται από την επιχείρησή σας• αισθανθείτε μέρος
του όλου• αποφύγετε την «ύβριν»• σκεφθείτε όπως ο Βαν Γκόχ: «Περπάτησα σ’ αυτή
τη γη για τριάντα χρόνια κι από ευγνωμοσύνη θέλω ν’ αφήσω πίσω μου ένα
σουβενίρ». Ισως μια από τις ερωτήσεις που πρέπει να θέτει καθημερινά ένας ΔΣ στον
εαυτό του είναι: τι θ’ αφήσω πίσω μου;
Παραπομπές
[1] Solomon, R. (1992), Ethics and Excellence: Cooperation and Integrity in
Business, New York: Oxford University Press, σ 101-102. Μeikle, S. (1995),
Aristotle´s Economic Thought, Oxford: Clarendon Press
[2] Philips, K. (2002), Wealth and Democracy, New York: Broadway Books, Part III
[3] Σε όλο το κείμενο, οι λέξεις και φράσεις που είναι με πλάγια γράμματα εντός
εισαγωγικών προέρχονται από το βιβλίο του Αριστοτέλη Ηθικά Νικομάχεια, Αθήνα:
Κάκτος, 1993
[4] Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Αθήνα: Κάκτος, 1993, 1099β 27. Εφεξής όλες οι
παραπομπές στον Αριστοτέλη θα δηλώνονται με την παράθεση εντός παρενθέσεως
του σχετικού εδαφίου από τα Ηθικά Νικομάχεια (ο.π.)
[5] Πελεγρίνης, Θ. (1997), Οι Πέντε Εποχές της Φιλοσοφίας, Αθήνα: Ελληνικά
Γράμματα, σ.87
[6] MacIntyre, A. (1985), After Virtue, London: Duckworth, 2η έκδοση, σ.154
[7] Lear, J. (1988), Aristotle: The Desire to Understand, Cambridge: Cambridge
University Press, σ.158
[8] Lear, ο.π., σ.157-159
[9] Reeve, C.D.C. (1995), Practices of Reason: Aristotle´s Nicomachean Ethics,
Oxford: Clarendon Press, σ. 83-84. Βλέπε επίσης Gadamer, H.G., Truth and Method,
London: Sheed & Ward, Δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση, σ.312-324
[10] Hutchinson, D.S. (1995) Ethics. Στο J. Barnes (επιμ.), The Cambridge
Companion to Aristotle, Cambridge: Cambridge University Press, σ.208
[11] G. Hamel & C.K. Prahalad (1994), Competing for the Future, Cambridge, Mass.:
Harvard Business School Press. Cockburn, I.M., Henderson, R.M. & Stern, S. (2000),
Untangling the origins of competitive advantage, Strategic Management Journal, 21,
σ.1123-1146. Conner, K.R. & C.K. Prahalad (2002), A resource-based theory of the
firm: Knowledge versus opportunism. Στο C.W. Choo & N. Bontis (επιμ.), The
Strategic Management of Intellectual Capital and Organizational Knowledge,
Oxford: Oxford University Press, σ.103-132
[12] MacIntyre, ο.π., σ.191
18
[13] Feyerabend, P. (1987), Farewell to Reason, London: Verso, σ.113
[14] MacIntyre, ο.π., σ.57-59
[15] Γιανναράς, Χ. (1984), Ορθός Λόγος και Κοινωνική Πρακτική, Αθήνα: Δόμος,
σ.185-198 & 206-207
[16] Solomon, ο.π., Κεφ. 11. Dobson, J. (1994) Theory of the firm: Beyond the
Sirens, Economics and Philosophy, 10, σ.73-89
[17] Burnyeat, M.F. (1999), Aristotle on learning to be good. Στο N. Sherman (επιμ.),
Aristotle´s Ethics, Lanham, Maryland: Rowman & Littlefield. σ. 205-230
[18] Nussbaum, M. (1999), Τhe discernment of perception: An Aristotelian
conception of private and public rationality. Στο N. Sherman (επιμ.), Aristotle´s
Ethics, Lanham, Maryland: Rowman & Littlefield. σ.145-182. Berlin, I. (1996), The
Sense of Reality, London: Pimlico, σ.40-53
[19] Γιανναράς, ο.π., σ. 189 & 196. Feyerabend, P. (1999), Conquest of Abundance: A
Tale of Abstraction versus the Richness of Being, Chicago: Chicago University Press
[20] Τaylor, C.C.W. (1995), Politics. Στο J. Barnes (επιμ.), The Cambridge
Companion to Aristotle, Cambridge: Cambridge University Press, σ.242
[21] Hartman, E.M. (1996), Organizational Ethics and the Good Life, Cambridge:
Cambridge University Press, σ.75-78
[22] Miller, G.J. (1992), Managerial Life: The Political Economy of Hierarchy,
Cambridge: Cambridge University Press
[23] Vaughan, D. (1996), The Challenger Launch Decision: Risky Technology,
Culture, and Deviance at NASA, Chicago: University of Chicago Press, Κεφ.6
[24] Lane, R. E. (1998), The joyless market economy. Στο A. Ben-Ner & L.
Putterman (επιμ.), Economics, Values, and Organization, Cambridge: Cambridge
University Press, σ.480
[25] Selznick, P. (1992) The Moral Commonwealth: Social Theory and the Promise of
Community, Berkeley: University of California Press, Kεφ.16
[26] Taylor, ο.π., σ.248
[27] Selznick, ο.π.
[28] Collins, J. Good to Great: Why some companies make the leap… and others
don´t, New York: HarperBusiness
19
[29] Η διαβόητη αυτή δήλωση έγινε στη Βουλή των Κοινοτήτων της Μ. Βρετανίας,
στις αρχές της δεκαετίας του 1990, από τον τότε Υπουργό Οικονομικών της
Συντηρητικής κυβέρνησης, κ. Λαμόντ.
[30] Sherman, N. (1997), Making a Necessity of Virtue: Aristotle and Kant on Virtue,
Cambridge: Cambridge University Press, σ.39-74 & 248-254
[31] Nussbaum, ο.π., σ.171
[32] Goleman, D. (1995), Emotional Intelligence, London: Bloomsbury
[33] Hursthouse, R. (1999), On Virtue Ethics, Oxford: Oxford University Press,
σ.113-120
[34] Burnyeat, ο.π. Sherman, o.π. (βλ. [30]), σ.248-249
[35] Plato, Protagoras, 352B-353A, E. Hamilton & H. Cairns (επιμ.), Princeton:
Princeton University Press, 1989
[36] Elster, J. (1989), The Cement of Society: A Study of Social Order, Cambridge:
Cambridge University Press, σ.19-23
[37] Hutchinson, ο.π., σ.216-217. Lear, ο.π., σ.185-186
[38] Lear, ο.π., σ.186
[39] Sherman, ο.π. (βλ. [30]), σ.46-47
[40] Elster, J. (1979), Ulysses and the Sirens: Studies in Rationality and Irrationality,
Cambridge: Cambridge University Press, σ.111
[41] Miller, ο.π., σ.220-225
[42] Collins, J.C. & J.I. Porras (1994), Built to Last: Successful Habits of Visionary
Companies, New York: HarperBusiness
[43] Collins & Porras, ο.π., σ.42
[44] Collins & Porras, ο.π., σ.1
[45] Tsoukas, H., The real cost of the executive pay boom, Sunday Herald, December
8, 2002
[46] Tsoukas, H. & Cummings, S. (1997), Marginalization and recovery: The
emergence of Aristotelian themes in organization studies, Organization Studies, 18,
σ.655-683
[47] Toulmin, S. (1990), Cosmopolis: The Hidden Agenda of Modernity, Chicago:
Chicago University Press. Μορέν, Ε. (2000), Το Καλοφτιαγμένο Κεφάλι, Αθήνα:
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μετάφραση: Δ. Δημουλάς. Μορέν, Ε. (2000), Οι
20
Εφτά Γνώσεις Κλειδιά για την Παιδεία του Μέλλοντος, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού
Πρώτου, μετάφραση: Θ. Τσαπακίδης. Wallerstein, I., The End of the World As We
Know It, Minneapolis: University of Minnesota Press, Κεφ.10 & 15
(*) Κείμενο ομιλίας σε εκδήλωση της Εταιρίας Ανωτάτων Στελεχών Επιχειρήσεων
(ΕΑΣΕ), 29 Μαρτίου 2004, Αθήνα.


(**) Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας είναι καθηγητής Οργάνωσης και Διοίκησης στην
ερευνητική θέση «Γεώργιος Δ. Μαύρος» στο ALBA, καθηγητής Οργανωσιακών
Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Warwick (Βρετανία), διευθυντής του διεθνούς
ακαδημαϊκού περιοδικού Or